Προηγούμενη σελίδα



Τό νέο Εὐρωπαϊκό μοντέλο κοινωνίας καί
ἡ συμβολή τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης



ὑπό Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Σαββᾶτου
Ἐπικούρου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



1. Πολλές φορές ἡ ἀναφορά μας στόν ὅρο Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, μᾶς προσανατολίζει σέ παραμέτρους οἰκονομικούς καί ὁπωσδήποτε σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς διεργασίες καί τά δεδομένα, τά ὁποῖα ἔχουν νά κάνουν μέ πολιτικές οἰκονομικῆς σύγκλισης, ἀνάπτυξης καί ἐπενδύσεων. Ὅπως ὅμως ἀποδεικνύεται, ἡ ἱστορία τῶν δύο τελευταίων δεκαετιῶν τῆς ζωῆς τῆς Ε.Ε. καί πιό συγκεκριμένα τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 καί τά πρῶτα χρόνια τοῦ ᾿90, ἡ Εὐρώπη φαίνεται ὅτι διέρχεται μία κρίση «ταυτότητας», γεγονός πού ἀποδεικνύεται καί μόνο ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς ὀνομασίας της, ἀφοῦ τείνει πλέον νά μεταλλαγεῖ σέ κάτι ἄλλο, πού δέν θά ἔχει νά κάνει μόνο μέ τήν οἰκονομία. Ἀπό Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) ἀρχικά, μετονομάζεται Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, γιά νά καταλήξει στό σημερινό χαρακτηρισμό της, ὡς Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.

Ἡ Εὐρώπη λοιπόν, δέν εἶναι μόνον οἰκονομική ἤ νομισματική Ἕνωση, εἶναι καί ἡ Εὐρώπη τῶν πολιτισμῶν, τῶν πολιτῶν καί τῶν λαῶν, μέ ὅλα ἐκεῖνα τά προβλήματα πού συνοδεύουν μία τέτοιου εἴδους ἕνωση. Ἔτσι δίνοντας μία εὐοίωνη προοπτική, μέ τήν ὑπέρβαση τῶν οἰκονομικῶν παραμέτρων καί δεδομένων, ὑποδεικνύει μία τάση διαμόρφωσης μιᾶς Εὐρώπης ἀνοικτῆς καί συγχρόνως χρηστικῆς στούς πολῖτες της, τή διαμόρφωση μιᾶς Εὐρώπης «ἀνθρώπινης». Ἐπιπλέον ἡ Εὐρώπη σήμερα ἀπασχολεῖ καί ἄλλους φορεῖς στό ἐσωτερικό της γίγνεσθαι, ὄχι μόνο οἰκονομολόγους, τεχνοκράτες ἤ εμπειρογνώμονες, ἀλλά καί ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τόν εὐρωπαῖο πολίτη, ὡς ἄνθρωπο μιᾶς ἀνθρώπινης κοινωνίας, προβάλλοντας καί ἕναν ἄλλον προβληματισμό, γιά τό μέλλον της.

2. Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι, στήν Εὐρώπη, ὅλα τά προβλήματα πλέον δέν εἶναι μόνο οἰκονομικά, ἀλλά τίς περισσότερες φορές, ἐνῶ παρουσιάζονται ὡς οἰκονομικά, στό βάθος τους εἶναι προβλήματα ἤθους καί πολιτισμοῦ, δηλ. τρόπου ζωῆς καί ὕπαρξης.

Πιό συγκεκριμένα. Ἕνα φαινόμενο, ἀπό τά ἐντονότερα πού ἀπασχολοῦν τήν Εὐρώπη τοῦ σήμερα καί πού θά τήν ἀπασχολήσουν καί στό μέλλον, εἶναι ἡ ἀνεργία. Ἐξεταζόμενο ὡς φαινόμενο οἰκονομικό ὁδηγούμεθα σέ ἀδιέξοδα γιατί ἔχει πλέον ἀποδειχθεῖ ὅτι καί σέ κράτη-μέλη τῆς Ἕνωσης, τά ὁποῖα ἔχουν χαμηλό δείκτη πληθωρισμοῦ -ἕνας ἀπό τούς βασικούς παράγοντες τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης-, παρουσιάζουν ὑψηλό δείκτη ἀνέργων, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τή Γερμανία. Τό δεύτερο φαινόμενο εἶναι τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ. Μία ὕφεση οἰκονομική ἐπιτείνει τήν ἐμφάνιση τοῦ πρόβληματος (ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή καί ἄν ἐμφανίζεται) ἀντίθετα ἡ βελτίωση τῶν δεικτῶν τῆς οἰκονομίας δέν συνεπάγεται ἀναγκαστικά καί τήν ἀνάλογη ἄμβλυνση τοῦ φαινομένου, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἐπίλυσή του ἀπαιτεῖ μία διαδικασία ἡ ὁποία δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τίς οἰκονομικές παραμέτρους, ἀλλά ἀπαιτοῦνται καί ἄλλες πολιτικές πιό ἀνθρώπινες καί περισσότερο κοινωνικές. Συνεπῶς ὁ ἴδιος ὁ homo economicus εἶναι ἀπαραίτητο νά ὑπερβεῖ τά παλαιά οἰκονομικά σχήματα ὠφελιμιστικοῦ τύπου καί νά ἐστερνισθεῖ μία ἄλλη πραγματικότητα στό εὐρωπαϊκό γίγνεσθαι, τῆς σχέσης καί τῆς συμβίωσης, ὡς τρόπου ζωῆς καί ὕπαρξης στήν ἴδια τήν εὐρωπαϊκή ζωή. Γιά νά καταλάβουμε πόσο ἠθικό, καί ὄχι μόνο ἀναλόγως οἰκονομικό εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἀνεργίας, καί ποιός εἶναι ὁ προσανατολισμός τῆς ἐπίλυσής του, εἶναι νομίζω ἀρκετά τά στοιχεῖα πού οἱ ἴδιοι οἱ οἰκονομολόγοι δίνουν. Ἀπεδείχθη ὅτι ἕνας ἀπό τούς παράγοντες μέ τούς ὁποίους σχετίζεται ἡ ἀνεργία εἶναι ἡ «παγκοσμιοποίηση τῆς οἰκονομίας», μίας οἰκονομίας ὅμως ἡ ὁποία θεωρεῖ ὡς ἀγορά έργασίας μόνο τά 800 ἑκατομμύρια τῶν πολιτῶν τῆς ὑφηλίου, μέ βάση δέ αὐτούς καί μόνο προσπαθεῖ νά ἐπιλύσει τά διάφορα οἰκονομικοκοινωνικά προβλήματα, ἐνῶ ἀδιαφορεῖ ἤ καί σέ ἀκραῖες περιπτώσεις τά θεωρεῖ ὡς ἀνύπαρκτα τά ὑπόλοιπα 2/3 τῆς κοινωνίας. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο ἠθική ἤ μόνο οἰκονομική εἶναι ἡ θεώρηση ἀλλά και ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος.

3. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ σημαντικά καί οὐσιαστικά προβλήματα, τά ὁποῖα καλοῦνται νά ἐπιλύσουν πλέον ὄχι μόνον οἱ κυβερνήσεις καί τά συμβούλια ὑπουργῶν, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ λεγόμενη «κοινωνία τῶν πολιτῶν», ἡ ὁποία καλεῖται νά «προτείνει» τήν πλέον ρεαλιστική καί δυναμική λύση.

Τό πρῶτο πρόβλημα εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε μέ τόν ὅρο «διεύρυνση». Τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων καί ἡ ἀδυναμία στεγανοποίησης τῶν ἀνοικτῶν πλέον κοινωνιῶν θέτει σήμερα μέ ὀξύτητα τό ζήτημα τῆς ἀνθρώπινης συνάντησης, μέ ὅρους πλέον πού διαφεύγουν τοῦ ἐλέγχου τῆς πολιτικῆς. Ἡ ἀνθρώπινη συνύπαρξη μπορεῖ κάλλιστα νά προσλάβει τήν διάστροφη μορφή τῆς πολιτισμικῆς σύγκρισης, ἐφόσον μέ τήν κινητικότητα τῆς μετανάστευσης, γιά παράδειγμα, τά ὅρια τριβῆς τῶν πολιτισμῶν δέν παραμένουν ἀποκλειστικά γεωγραφικά ἀλλά συγχρόνως διαχέονται καί ἐσωτερικεύονται μέσα στίς ἀνοικτές εὐρωπαϊκές κοινωνίες, μέ ἀποτέλεσμα σήμερα νά ὁμιλοῦμε ὄχι γιά διεύρυνση μόνο ἀλλά καί γιά ἐμβάθυνση, δηλ. γιά μία οὐσιαστική ἀντιμετώπιση τοῦ ἤδη ἐμφανιζόμενου φαινομένου μέσα στά ἴδια τά σπλάχνα τῆς Εὐρώπης (Συνθήκη Sengen). Ἡ πολιτική διεύρυνση σέ συνδυασμό καί μέ τήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός πολυέθνους (multination) -ἔννοια πού ἀποκτᾶ καί αὐτή σήμερα ἐπιχειρησιακή χρησιμότητα προκειμένου νά περιγράψουμε τήν Εὐρώπη τοῦ ἑνιαίου εὐρωπαϊκοῦ νομίσματος καί τῆς ὁμοσπονδιακῆς πολιτικῆς- ὁδηγεῖ τελικά καί σέ μία πολιτισμική διάβρωση, ἡ ὁποία κατατείνει σέ μία ἀνταγωνιστικότητα πολιτισμική ἀντί νά εὐνοεῖ τήν συνοίκηση, συνύπαρξη καί τήν ἀνάπτυξη μιᾶς κοινωνίας συνοικούντων ἐθνῶν. Ἡ προσπάθεια δημιουργίας μιᾶς διεθνοῦς κοινωνίας ὀργανωμένων καί ἀνεξαρτήτων κρατῶν-ἐθνῶν -ἡ ὁποία ἀπετέλεσε καί τό πρότυπο τῆς Εὐρώπης - διεστρέβλωσε τήν ἀρχική προοπτική τῆς δημιουργίας μιᾶς συνειδησιακῆς συνύπαρξης. Σ᾿ αὐτή τήν διαβρωτική κίνηση οἱ Ἐκκλησίες καί οἱ θρησκεῖες ἔχουν πλέον τήν εὐθύνη γιά τήν ἀνάπτυξη μιᾶς «ποιμαντικῆς πολιτισμικῆς καταλλαγῆς», ἀρχικά μέσω τοῦ διαλόγου.

Τό δεύτερο πρόβλημα, πού καί αὐτό σχετίζεται μέ τήν οἰκονομία, εἶναι ἡ ἀνάπτυξη μηχανισμῶν πρός τήν εὐρωπαϊκή ἑνοποίηση, ἡ ὁποία φαίνεται νά μπαίνει σέ μία νέα φάση σοβαρῶν ἀνακατατάξεων πού θά ταλαιπωρήσουν ἐπί μακρόν τήν κοινωνία τῆς Εὐρώπης. Δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι τό κοινό εὐρωπαϊκό νόμισμα προαπαιτεῖ μία ὁμοιογένεια οἰκονομικῶν μηχανισμῶν ἀλλά καί οἰκονομικοῦ πολιτισμοῦ -ὅρος πού περιλαμβάνει ὄχι μόνο πολιτιστικές παραμέτρους ἀλλά καί οἰκονομικές, οἱ ὁποῖες ὅμως ἐξαρτῶνται ἀπό τήν παρεχόμενη ποιότητα ὑπηρεσιῶν. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ λειτουργία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νομίσματος καί ἡ δημιουργία πολιτικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν προϋποθέσεων εὐδοκίμησης δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη καί ἀπό εὐρύτερες πολιτισμικές ἐπιπλοκές, δηλ. εἶναι μία λειτουργία στενά οἰκονομική καί μονοδιάστατα μηχανική καί τεχνική, ἡ ὁποία ὅμως προϋποθέτει ταυτόχρονα καί διανοητική συμμετοχή, ἐνῶ παράλληλα διαμορφώνει καί τήν ἀνάλογη ἠθική δεοντολογία, τήν ὁποία ὀφείλει ἐπίσης νά ὑποστηρίξει. Καμμία οἰκονομία δέν εἶναι ἐποικοδομητική ἐάν δέν εἶναι καί ἠθική (χαρακτηριστικό παράδειγμα τά κοινωνικά προγράμματα ἀνάπτυξης, τά ὁποῖα συνεπάγονται ὑπέρβαση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, ρατσισμοῦ κ.ἄ. στήν προοπτική ὅμως ὅτι συμβάλλουν ἀναπτυξιακά στό συγκεκριμένο χωροχρόνο καί στήν προπτική τοῦ μέλλοντος). Ἡ προσπάθεια λοιπόν ἐπιβολῆς τοῦ κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ νομίσματος συνοδεύεται καί ἀπό δυναμικούς σπασμούς τῆς κοινωνίας, πού θά ἀπαιτήσει πλέον ἐντονότερη προσπάθεια καί δράση γιά τόν ἄνθρωπο, τό περιβάλλον καί τήν κοινωνία.

4. Ἡ Εὐρώπη φαίνεται πλέον ὅτι δέν ζητᾶ τήν ἐφαρμογή μιᾶς κοινωνικῆς πολιτικῆς, αὐτή τήν ἀναγνωρίζει στίς μή κυβερνητικές ὀργανώσεις καί ἱδρύματα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν «Γνωμοδότηση τῆς Οἰκονομικῆς καί Κοινωνικῆς Ἐπιτροπῆς, μέ θέμα “Τά σωματεῖα καί ἱδρύματα στήν Εὐρώπη”» (C95/99/30.3.98), ὅπου χαρακτηριστικά ἐξαιροῦνται οἱ «θρησκευτικές ὀργανώσεις». Ἀναζητᾶ καί κάτι ἄλλο περισσότερο «πνευματικό», ἀφοῦ ἔχει πλέον συνειδητοποιήσει ὅτι πνευματικά εἶναι μετέωρη. Αὐτό ἀποτελεῖ καί τήν πρόκληση γιά τό ποιό πρέπει νά εἶναι τό νέο εὐρωπαϊκό μοντέλο κοινωνίας, στήν προοπτική ἐνίσχυσης μιᾶς ὑγιοῦς ἀνταγωνιστικότητας, ὅπως αὐτό διατυπώθηκε ἀρχικά στά Συμπεράσματα τῆς προεδρίας, τοῦ Εὐρωπαϊκού Συμβουλίου τῆς Λισσαβώνας, στίς 23 καί 24 Μαρτίου τοῦ 2000.

Ὡς νέα πρόκληση τοῦ στρατηγικοῦ στόχου τῆς Εὐρώπης , γιά τήν ἑπόμενη δεκαετία, στά πλαίσια τῆς στρατηγικῆς τῆς Λισσαβώνας (23-24 Μαρτίου 2000), ἔχει τεθεῖ ἡ διαμόρφωση τῶν ἀλλαγῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖες θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνες μέ τίς κοινωνικές ἀξίες καί ἀντιλήψεις, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐκσυγχρονισμός τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κοινωνικοῦ μοντέλου, τό ὁποῖο θά ἔχει σάν στόχους τήν καταπολέμηση τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ, μέ ἐπενδυτικό φορέα πλέον τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί τίς ἀξίες τίς ὁποῖες φέρει.

Τό Εὐρωπαϊκό Συμβούλιο τῆς Λισσαβώνας (23-24 Μαρτίου 2000), στήν προοπτική τῆς ἑπόμενης πενταετίας (Μάρτιος 2005), ἀναζητᾶ τρόπους ὑπέρ-βασης τοῦ παλαιοῦ μοντέλου εὐρωπαϊκῆς ἀνάπτυξης καί ἐπένδυσης, ὄχι μέσα ἀπό δομές ἐπιχειρησιακές καί οἰκονομικά μοντέλα ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀλλά κυρίως προσβλέπει σέ μία ἄλλη προοπτική, περισσότερο ἀνθρωποκεντρική, ἡ ὁποία θά ἀξιοποιήσει στό χῶρο τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί τῆς ἐσωτερικῆς ἀγορᾶς, τήν ἐπένδυση καί τήν διαδικασία διαθρωτικῶν μεταρρυθμίσεων, ἀκόμη καί στό ἐπίπεδο τῆς γνώσης καί τῶν πολιτικῶν γιά τήν κοινωνία καί τήν πληροφορία, ὥστε νά πετύχει τόν συνδυασμό τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, ὡς μία πλέον ὑγιῆ ἐκδήλωση τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας, ἀφοῦ ἡ ἀνεργία, ὡς φαινόμενο μακρᾶς διάρκειας, μέ ἔκδηλες περιφερειακές ἀνισότητες καί μέ στοιχεῖα ἐνδημικά, σχετίζεται ἄμεσα τόσο μέ τήν ἀνταγωνιστικότητα, ὅσο καί μέ τήν κοινωνική συνοχή.

Φαινόμενα, ὅπως οἱ φυλετικές διακρίσεις, οἱ ρατσιστικές ἐπιλογές, οἱ κοινωνικοί ἀποκλεισμοί, κυρίως στό χῶρο τῆς ἐργασίας ἀλλά καί στήν φιλελευθεροποίηση τῆς ἀγορᾶς, καί τέλος οἱ ἡλικιακές προτεραιότητες, ἐμφανίστηκαν στόν εὐρωπαϊκό χῶρο τῆς ἀνταγωνιστικότητας καί ἀνέδειξαν τελικά τό ἐμφωλεῦον πρόβλημα τοῦ ὑφιστάμενου εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου κοινωνίας, γιατί: α) Ἀπεδείχθησαν, ὡς μέσα ἀνεφάρμοστα, ἀφοῦ καμμία ἐπίλυση κοινωνικῶν ἤ οἰκονομικῶν προβλημάτων δέν πέτυχαν. β) Ὑπέδειξαν ἕνα ἄλλο πρότυπο, ὡς κοινωνικό μοντέλο, καί μάλιστα μέ διαφορετικό ἐπενδυτικό φορέα, κυρίως οἰκονομικό καί ἀγοραστικό, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν «ξένος» πρός τόν ἀνθρωπιστικό σκοπό του.

Ἡ στρατηγική λοιπόν τῆς Λισσαβώνας ἔρχεται νά τονίσει τελικά καί συγχρόνως νά ὁμολογήσει, ὅτι «οἱ ἄνθρωποι εἶναι τό πολυτιμότερο κεφάλαιο τῆς Εὐρώπης καί πρέπει νά ἀποτελοῦν τό ἐπίκεντρο τῶν πολιτικῶν τῆς Ἕνωσης. Ἡ ἐπένδυση στόν ἄνθρωπο καί ἡ ἀνάπτυξη ἐνεργοῦ καί δυναμικοῦ κράτους πρόνοιας θά ἔχει ζωτική σημασία τόσο γιά τή θέση τῆς Εὐρώπης στήν οἰκονομία τῆς γνώσης ὅσο καί γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῆς νέας αὐτῆς οἰκονομίας δέν θά ἐπιτείνει τά ὑφιστάμενα κοινωνικά προβλήματα τῆς ἀνεργίας, τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἔνδειας» (βλ. §24 τῶν Συμπερασμάτων τῆς Προεδρίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συμβουλίου τῆς Λισσαβώνας, 23 καί 24 Μαρτίου 2000).

Τό νέο λοιπόν κοινωνικό μοντέλο τῆς Εὐρώπης βρίσκεται μπροστά σέ δύο βασικές τάσεις ἤ φαινόμενα.

Ι. Τήν ἀναγνώριση τῶν δικαιωμάτων τῶν μειονοτήτων, ὑπό ὁποιαδήποτε ἔννοια καί ἄν αὐτό νοηματοδοτεῖται.

ΙΙ. Τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντοχῶν ἀνοχῆς ἀπέναντι στόν «ἄλλο», ὅπως καί ἄν αὐτός προσωποποιεῖται στό εὐρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Τό νέο αὐτό εὐρωπαϊκό μοντέλο, τό ὁποῖο ἀπαραίτητα πρέπει νά ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τοῦ μετασχηματισμοῦ καί γιά τήν οἰκονομία ἀκόμη (πρβλ. §31) εἶναι ὁ «ἄνθρωπος», ὁ ὁποῖος, στό κοινωνικό του περίγυρο, συγχρόνως προσωποποιεῖ καί τόν «ἄλλον.

5. Πῶς ὅμως μποροῦν αὐτά τά δύο νά συνυπάρχουν; Νά βρεθοῦν σέ κοινωνία; Νά μήν ἀλληλοαποκλείονται; Νά μήν εἶναι ἀσύμβατα μεταξύ τους; Ὁ δυτικός πολιτισμός φαίνεται νά προσυπογράφει τήν ἄποψη τοῦ ἀσύμβατου καί τοῦ ἀλληλοαποκλεισμοῦ μέ πολλούς τρόπους, ἀφοῦ τόσο ὁ ἀνθρωπισμός του ὅσο καί ἡ ἀτομικιστική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τόν βοηθοῦν, ὥστε νά θεωρεῖ ὅτι μόνο αὐτά τά δύο, ὁ ἀνθρωπισμός καί ὁ ἀτομισμός δηλαδή, βρίσκονται στά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀτόμου, καί τά ἀτομικά του δικαιώματα, τά ὁποῖα μάλιστα προστατεύει μέ διακηρύξεις καί διεθνεῖς ἀποφάσεις, θεωρεῖ ὅτι ἐκφράζουν μία αὐτάρκεια, καί συγχρόνως ὅτι ἀποτελοῦν καί τά συστατικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή θεώρηση ἐμφανίζει, ὅτι τό μόνο μέσο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ ἀνθρωπιστικά εἶναι νά περιχαρακωθεῖ ἀτομικιστικά. Τό λάθος αὐτό ἐπιβεβαιώνεται, ὅταν ὁ πολίτης αἰσθάνεται νά ἀπειλεῖται, ὁλοένα καί περισσότερο, ἀπό τήν παρουσία τοῦ «ἄλλου» καί νά τόν κυνηγᾶ ἡ ἑτερότητα.

Ἡ θεώρηση ὅμως αὐτή τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ μοντέλου ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή καί μόνο, ἡ δέ ἐπικέντρωση τῶν ἐνδιαφερόντων μας, ὡς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα Ὀρθόδοξης, στή διακριτική καί ἐγγενῆ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στό πῶς δηλαδή μπορεῖ ἡ κοινωνία νά θέσει σέ προτεραιότητα τήν ἀνθρώπινη ἀνάπτυξη, στήν οἰκογένεια, στήν ἐκπαίδευση, στήν ἀπασχόληση καί στήν κοινωνική προστασία, στήν ποιότητα τῆς ἐργασιακῆς σχέσης καί στήν περιβαλλοντική μας συμπεριφορά, δέν εἶναι ἀρκετά, ἁπλᾶ ὡς ἐκδήλωση σεβασμοῦ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, σάν μία ἀτομικότητα μέ λογική φύση, ἀλλά κυρίως ἀπαιτεῖται μία παρότρυνση ὥστε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο νά θεωρήσει τόν «ἄλλο», ὄχι ὡς ἐχθρό ἀλλά ὡς «πλησίον» καί «ἀδελφό».

Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό νέο μοντέλο κοινωνίας, πού συνεπάγεται τήν παρουσία τοῦ «ἄλλου», παύει νά ἀποδέχεται τόν «ἄλλο» μόνο στό βαθμό πού δέν ἀπειλεῖ τή ζωή μας ἤ μόνο στό βαθμό πού μᾶς εἶναι χρήσιμος γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἀτομικῆς μας εὐτυχίας, ἐνῶ συγχρόνως δέν τοῦ προκαλεῖ φόβο.

Ἡ ἐπιβεβαίωση λοιπόν τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς ἀνθρωπίνου προσώπου, στό νέο αὐτό κοινωνικό μοντέλο, δέν πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς ἀπόρριψης τοῦ «ἄλλου» ἀλλά μέ τήν ἀποδοχή τοῦ «ἄλλου».

6. Ἐδῶ νομίζω εἶναι τό δεύτερο λεπτό σημεῖο τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ πολύ προσοχή. Πῶς δηλαδή ἀποδεχόμαστε τόν «ἄλλον», γιατί καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον τόν ἀποδεχόμαστε εἶναι μία ἄλλη διάσταση τοῦ φόβου γιά τόν «ἄλλο» καί τήν ἑτερότητα. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἀκόμη κι ἄν ἀποδεχόμαστε κάποιον, τόν ἀποδεχόμαστε μέ τόν ὅρο ὅτι εἶναι κάπως σάν ἐμᾶς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ διαφορετικότητα, ἡ ἑτερότητα δηλαδή, μπορεῖ νά εἶναι ἀπειλή. Ἡ πρώτη ἀντίδρασή μας στόν «ἄλλο» ἐκδηλώνεται εἴτε μέ ἕναν τρόπο ἤπιο, προβάλλοντας μέ κάποιο τρόπο τό πρότυπο τοῦ δικοῦ μας ἑαυτοῦ ἤ μέ ἕναν τρόπο βίαιο καί ἀκραῖο, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται μέ τήν ἀπόρριψη καί τήν διαίρεση ἤ τήν ἀπομόνωση καί τόν ἀποκλεισμό. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά διαμορφώνει μία κοινωνική συμπεριφορά, σέ ἀνησυχητικό μάλιστα βαθμό γιά τίς συνέπειές της, μέ προεκτάσεις κοινωνικές καί κοινωνιολογικές. Συγκεκριμένα οἱ κοινωνίες δομοῦνται σέ μία ἰσορροπία, ἡ ὁποία ὅμως διαρκεῖ ὅσο διαρκοῦν τά ἀμοιβαῖα συμφέροντα καί μπορεῖ εὔκολα νά μετατραπεῖ σέ ἀντιπαράθεση καί σύγκρουση, καί αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καθημερινά.

Ὅλες αὐτές οἱ κοινωνικές καί κοινωνιολογικές παρατηρήσεις καί διαπιστώσεις συνεπάγονται καί ἀντίστοιχες ἀνθρωπολογικές συνέπειες, οἱ ὁποῖες τελικά καί δομοῦν ἤ ἀποδομοῦν τό νέο μοντέλο κοινωνίας τῆς Εὐρώπης , ἐάν δέν ἑρμηνευθοῦν σωστά ἤ δέν κατανοηθοῦν ὀρθά.

Ἔτσι ἡ δυνατότητα νά εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, σοῦ παρέχει τήν ἀπόλυτη δυνατότητα τῆς μοναδικότητας καί τοῦ ἀνεπανάληπτου. Ὅμως πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶσαι μοναδικός καί συγχρόνως νά μήν εἶσαι μόνος; Νά ἐκφράζεσαι ἀνεπανάληπτα, χωρίς νά ἀπομονώνεσαι;

7. Ἡ ἀπάντηση στά παραπάνω ἐρωτήματα ἀποτελεῖ τό δεύτερο στοιχεῖο τοῦ νέου μοντέλου τῆς Εὐρώπης , εἶναι ἡ κατάφαση στόν ἄλλο, μέσα ἀπό μία διαδικασία πού ἡ στρατηγική τῆς Λισσαβώνας τήν περιγράφει ἤ καλύτερα τήν ὁριοθετεῖ μέ τούς ὅρους: ἀνεκτικότητα, συμπληρωματικότητα, προσαρμοστικότητα, ἐπικουρικότητα.

Ὅλες αὐτές οἱ ἔννοιες ὑποκρύπτουν μέσα τους δύο στοιχεῖα: τήν ἐλευθερία καί τήν κοινωνία, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πολιτισμό, ὡς τρόπο ζωῆς καί ὕπαρξης. Ἀκόμη καί τό οἰκολογικό πρόβλημα, ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικές σχέσεις, στό βαθύτερο περιεχόμενό του εἶναι θέμα πολιτισμοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος στήν προσπάθειά του νά ἀφομοιώσει καί νά ἐκμεταλλευτεῖ τό περιβάλλον του καί τήν δημιουργία διατρέχει τόν κίνδυνο νά ἀφομοιωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό καί νά ἐξαφανιστεῖ. Ἡ ἰσόρροπη αὐτή σχέση εἶναι πραγματικά δύσκολη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ πατερική διδασκαλία ἔχουν τό σωστό ὅραμα αὐτῆς τῆς ἰσόρροπης κοινωνίας, γι᾿ αὐτό καί πρέπει, στά πλαίσια μιᾶς διεκκλησιαστικῆς συνεργασίας στό χῶρο τῆς Εὐρώπης καί μάλιστα στήν προοπτική διαμόρφωσης τοῦ νέου κοινωνικοῦ μοντέλου, νά δώσει τή δική της μαρτυρία, μέ τήν ὀρθή νοηματοδότηση τῶν παραπάνω ὅρων, τονίζοντας συγχρόνως τήν ἐλεύθερη κατάφαση στήν ἑτερότητα, ὅπου συνεπάγεται ὅτι ὁ «ἄλλος», ὁ διαφορετικός εἶναι ὅπως ἐγώ. Μέ βάση τήν ἀρχή τῆς κοινωνίας, ὡς σχέσης, ἐπιτυγχάνεται ἡ κοινωνική συνοχή καί συγχρόνως ἡ ὑπέρβαση τοῦ κοινωνικοῦ παιχνιδιοῦ «ἐγώ καί ὁ ἄλλος».

Τό δικαίωμα στήν ἑτερότητα ἀναγνωρίζει τόν ὑγιῆ ἀνταγωνισμό, χωρίς ἀποκλεισμούς ἤ ἀποκλειστικότητες, γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό μετακινεῖται ἡ ἀνισότητα πρός τήν διαφορετικότητα, χωρίς νά δημιουργεῖ φοβία γιά μετασχηματισμό ἤ ἀλλοίωση τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.

Ἡ Εὐρώπη λοιπόν «προκαλεῖ» τίς χριστιανικές Ἐκκλησίες νά πραγματοποιήσουν τή δική τους ἔξοδο ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἐγκλωβισμό καί τόν ἐσωστρεφή ἀπομονωτισμό τους ἀλλά καί τήν ψευδαίσθηση τοῦ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ τους, καί νά προτείνουν τίς δικές τους ἀρχές καί «θεωρίες ζωῆς», δηλ. ἤθους, οἱ ὁποῖες θά ἀποτελέσουν μία πραγματικά δυναμική συμβολή στή νέα νοηματοδότηση τῆς Εὐρώπης γιά καταλλαγή καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη, μιᾶς κοινωνίας ἀνθρώπινης καί χρηστικῆς. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι σήμερα στά κοινοτικά ὄργανα ἀναζητεῖται ὁ προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὅλα αὐτά ἀποδεικνύουν ὅτι «σήμερα ἡ Εὐρώπη ἀντιμετωπίζει ὀξύ πνευματικό ὑπαρξιακό πρόβλημα μέ ἐπιπτώσεις στήν ἐνότητά της. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀναζητᾶ τήν ψυχή της. Οἱ εἰδήμονες ἀναγνωρίζουν ὅτι δέν μπορεῖ νά σταθεῖ γιά πολύ ἀκόμη χωρίς ἑνιαῖο πνευματικό προσανατολισμό, χωρίς κάποιο εἶδος κοσμοθεωρίας».

Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰδικότερα ἡ ὕπαρξη διαφορῶν στό χῶρο τῆς Εὐρώπης δέν σημαίνει καί διαίρεση, γιατί ἡ διάκριση δέν φέρνει διάσπαση καί ἡ ἑνότητα στηρίζεται στήν ἑτερότητα καί ὄχι στήν ταυτότητα. Αὐτή ἡ ἀρχή ἔχει κάποιες συνέπειες μέ ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν σύγχρονη κοινωνία τῶν λαῶν, τῶν πολιτῶν, τῶν πολιτισμῶν, γιά τή λειτουργία τοῦ διαλόγου καί τήν ἀποφυγή τοῦ ἀπομονωτισμοῦ. Εἶναι τό πνευματικό ὑπόβαθρο τῆς πολιτισμικῆς ἀλληλοπεριχώρησης καί τῆς συνύπαρξης.

Ἡ θεώρηση αὐτή σημαίνει ἀπόρριψη κάθε μορφῆς συγκεντρωτισμοῦ καί ἀτομοκεντρικῆς θεώρησης τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τῆς κοινωνίας ἀλλά καί κάθε τάσης διασπαστικοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ἰδιωτικοποίησης τῆς ζωῆς. Ἀποτελεῖ μιά ἀπάντηση στήν παγκοσμιοποίηση, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς, ὡς ἔκφραση κοινωνίας διαπροσωπικῶν σχέσεων, νοηματοδοτεῖ διαφορετικά καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς εὐποιΐας καί τῆς «κοινωνικῆς πολιτικῆς».

Στήν Εὐρώπη σήμερα διαμορφώνεται τό νέο μοντέλο κοινωνίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ γίγνεσθαι. Ἡ κοινωνική αὐτή θεώρηση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ἀποτελεῖ μία ἔντονη πρόκληση στό ἀνθρωπομονιστικό μοντέλο τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου καί νοηματοδοτεῖ δυναμικά τή θεώρηση τῆς λειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν τῆς Εὐρώπης. Αὐτό σημαίνει ὅτι μία χριστιανική νοηματοδότηση τῶν ὅρων τῆς Λισσαβώνας, ἀναφορικά μέ τήν κοινωνική πολιτική τῆς Ἕνωσης θά ἀποτελέσει «κίνητρο», ὄχι μόνο οἰκονομικό-ἀναπτυξιακό ἀλλά καί ἀνθρωπιστικό, ἀφοῦ ἔχει πλέον ἀποδειχθεῖ καί ἐπιβεβαιωθεῖ ὅτι, κάθε τι πού διαμορφώνει μία πολιτική ἀνοικτή καί χρηστική, γίνεται ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἕνωση, ἀρκεῖ νά ὁδηγεῖ στήν δημιουργία μιᾶς Εὐρώπης πιό «ἀνθρώπινης καί ζωντανῆς».

Τό δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι στήν Εὐρώπη δύο εἶναι τά θεμελιώδη ἰδανικά: ἡ οἰκονομία καί ἡ ἀνάπτυξη. Τελευταῖα ὅμως ἔχει τεθεῖ ἕνα σοβαρό ἐρώτημα, γιά ποιά ἀνάπτυξη ὁμιλοῦμε, τήν ποιοτική ἤ τήν ποσοτική; Ἕνα ἐρώτημα πού ἐνδιαφέρει τούς πάντες. Ἡ Εὐρώπη σήμερα εἶναι πλέον διαπιστωμένο, ὅτι ἐνδιαφέρεται γιά τήν ποιοτική καί ὄχι μόνο γιά τήν ποσοτική ἀνάπτυξη, τήν ὁποία χαρακτηρίζει μέ τόν ἀσαφῆ ὅρο «ἐμβάθυνση». Ὅταν δηλ. ἀπειλεῖται τό ἴδιο τό φαινόμενο τῆς ζωῆς μέ ἐξαφάνιση, ποιό νόημα ἔχει ἡ αὔξηση τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος ἤ ἡ ἀνάπτυξη ἐπενδυτικῶν ἐφαρμογῶν παράγοντες πού ἐξαρτῶνται καί αὐτοί ἀπό τήν ποιότητα ὄχι τῆς ζωῆς, ἀλλά τῆς ἐπιχειρηματικῆς δραστηριότητας καί παραγωγῆς; Στό θέμα αὐτό φαίνεται ὅτι Εὐρώπη κυριολεκτικά βρίσκεται σέ μία ἀναζήτηση, γιατί διαφεύγει τῶν ὁρίων της καί ἀναγκαστικά ἡ σκυτάλη περνᾶ στά χέρια τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες καλοῦνται καί πάλι νά ποῦν μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο ποιά ἡ σημασία τῆς ἴδιας τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωῆς, ποιός ὁ σκοπός της, ποιό τό μέλλον της καί ὁ προορισμός της. Ἡ ἐπιστήμη σήμερα δείχνει νά κινεῖται πρός μία διαφορετική θεώρηση τοῦ κόσμου τῆς ζωῆς, ἐγκαταλείποντας τή μηχανιστική, νοησιαρχική καί ἀτομοκεντρική προσέγγιση τῶν φαινομένων.

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί Ἐκκλησία προτείνει σεβασμό στήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὄχι ἠθικιστικά ἀλλά πολιτιστικά καί πολιτισμικά, τό ὁποῖο σημαίνει μία προσωπική ἀξιολόγηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τοῦ ἀνθρώπου σέ ἀναφορά πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Αὐτό συνεπάγεται ὑπέρβαση κάθε μορφῆς χρησιμοθηρισμοῦ, κάθε ὡφελιμισμοῦ καί σκοπιμότητας καί πραγμάτωση κοινωνικῆς δυναμικότητας καί ἀνάπτυξης, ὄχι στασιμότητας καί ἀπραξίας. Ὁ ἄνθρωπος δέν κατέχει τίποτε, συμμετέχει ὅμως παντοῦ σέ ὅλες τίς δραστηριότητες τῆς κοινωνικῆς πράξης καί μέσα ἀπό τή συμμετοχή ἀξιολογεῖ καί ἀξιολογεῖται ἀπό καί γιά τήν ἴδια τήν ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ κίνδυνος τοῦ οἰκολογικοῦ ἀφανισμοῦ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά ἀποτρέψει ὅταν κατανοήσει τήν ριζοσπαστική ἀξιολογική θεώρησή του, ὡς προσωπική συμβολή στήν διατήρηση, ἀνάπτυξη καί κυριαρχία τῆς ζωῆς καί τοῦ περιβάλλοντος, καί θεωρήσει τό ἴδιο τό φυσικό περιβάλλον ὡς οἶκο φανερώσεως τῆς δημιουργικῆς παρουσίας του. Μιά τέτοια θεώρηση τῆς ζωῆς ὡς προσφορά καί ἀνταπόκριση, χωρίς καταχρηστικές καί ὠφελιμιστικές τάσεις, εἶναι πού μποροῦν νά καταστήσουν τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στήν Εὐρώπη τοῦ αὔριο ἀπό κτήτορα σέ κτίτορα. Μόνο ὅταν ἡ Εὐρώπη καταλάβει ὅτι ὁποιαδήποτε ἐπενδυτική πολιτική ἤ προσπάθεια, πρέπει νά προσβλέπει ὄχι στήν ἰδιοκτησία ἀλλά στή διαχείριση καί οἰκονομία τῆς ζωῆς, τότε ἀκριβῶς θά καταλάβει καί ποιός εἶναι ὁ μελλοντικός ρόλος καί σκοπός, τοῦ εὐρωπαϊκοῦ τρόπου ζωῆς καί κοινωνίας.

Αὐτό πού λείπει σήμερα ἀπό τήν Εὐρώπη εἶναι ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς ἀποτελεσματικῆς δράσης, ἱκανῆς νά μετριάσει τά ἐπίχειρα τῆς οἰκονομικῆς εἰδωλολατρίας καί νά ἐμπνεύσει οὐσιαστικά τόν τρόπο διαχείρισης τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ὡς κοινωνίας, ἡ ὁποία εἶναι ἠθικά ἐλλειματική, ἀκόμη καί σέ μία ἀνταγωνιστική λειτουργία τῆς οἰκονομίας. Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἔχει νά προσφέρει πολλά ἀρκεῖ νά προσπαθήσει νά ἀποκτήσει τήν δική της φωνή. Ἡ ἐπιτυχία της ἔγκειται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ ἴδια ἀντιλαμβάνεται τήν λειτουργία τῶν θεσμῶν στό πλαίσιο φανέρωσής της ὡς εὐχαριστιακοῦ σώματος, γιατί ἡ πολυφωνία ὀδηγεῖ στή διάσπαση ἐνῶ οἱ χριστιανικές φωνές «ἐν ἑνί στόματι» ἀποτελοῦν τήν δυναμική καί ἀποτελεσματική πρόταση δημιουργίας καί ὁλοκλήρωσης τῆς Εὐρώπης τῶν πολιτῶν καί τῶν πολιτισμῶν, γιά τήν πραγμάτωση ἑνός νέου εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου κοινωνίας, στήν προοπτική μιᾶς ὑγιοῦς ἀνταγωνιστικότητας.



Προηγούμενη σελίδα