Προηγούμενη σελίδα



"Περί στρατηγικής της Λισσαβώνας"
Υπόμνημα


π. Ἱερωνύμου Κάρμα,
Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Επιτροπῆς Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων


Α. Τί εἶναι ἡ Στρατηγική τῆς Λισσαβώνας.

Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἔθεσε ὡς στρατηγικὸ στόχο γιὰ τὴν ἑπόμενη δεκαετία, ἤτοι μέχρι τὸ 2010 «νὰ γίνει ἡ ἀνταγωνιστικότερη καὶ δυναμικότερη οἰκονομία τῆς γνώσης ἀνὰ τὴν ὑφήλιο, ἱκανὴ γιὰ βιώσιμη οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη μὲ περισσότερες καὶ καλύτερες θέσεις ἐργασίας καὶ μὲ μεγαλύτερη κοινωνικὴ συνοχή» ὀνομάστηκε «Στρατηγική της Λισσαβώνας» (Στ.Λ).


Β. Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς «Στρατηγικῆς τῆς Λισσαβώνας».

1. Ἡ Στ.Λ. ἀποτελεῖ ἕνα θαυμάσιο κείμενο προτάσεων, ἰδεῶν καὶ μέτρων γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης καὶ τὴν εὐημερία τῶν πολιτῶν της, καθώς καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν σύγχρονων προκλήσεων ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ εὐρωπαϊκὲς οἰκονομίες, μὲ βάση τὴν κρατοῦσα ἐπιστημονικὴ ἄποψη καὶ τὶς συνθῆκες πού διαμορφώθηκαν τὴν τελευταία δεκαπενταετία στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ καὶ παγκοσμίως, μὲ ἄλλα λόγια, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας τῆς ἀνοιχτῆς ἀγορᾶς μὲ ἀνταγωνισμό, ὅπως καθορίζεται καὶ στὴ Συνθήκη τῆς Νίκαιας, ἀλλά καὶ στὸ σχέδιο τοῦ Συντάγματος τῆς Εὐρώπης οἱ ὁποῖες ὅμως γίνονται μόνο ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῶν ἐπιχειρήσεων καὶ ὄχι τῶν κοινωνιῶν.

2. Οἱ στόχοι αὐτοί νά μήν ἐπιτυγχάνονται πάντοτε μὲ μέτρα οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης καὶ μείωσης τῆς ἀνεργίας γιατί ἡ εὐρωπαϊκὴ τουλάχιστον κοινωνία καὶ τὰ μέλη της ἔχουν ἀνάγκη καί ἀπὸ ἰδανικά καί πνευματικὲς ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπό τήν πίστη στὸ Θεό,ὅπως ἡ ἀλληλεγγύη καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο. Εἶναι ἀνάγκη ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κοινωνικοῦ μοντέλου νὰ στηριχθεῖ πρώτιστα καί κυρίως στὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες.

3. Ἡ παράγραφος 24 τῆς Στ.Λ. ἀναφέρει ὅτι «οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸ πολυτιμότερο κεφάλαιο τῆς Εὐρώπης καὶ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ ἐπίκεντρο τῶν πολιτικῶν τῆς Ἕνωσης». Αὐτὸ ἀπόλυτα σωστό καί θά πρέπει νά ἀποτελέσει τό κρητήριο ἐφαρμογῆς ὁποιασδήποτε ἀρχῆς καί ὑλοποίησης κάθε σκοποῦ, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ τό ζητούμενο. Αὐτοσκοπὸ ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ εὐτυχία τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν καί ὄχι ἀποκλειστικά ἡ οίκονομική ἐπιτυχία καί ἡ αὐξηση τῶν κερδῶν τῶν ἐπιχειρήσεων, χωρίς νά λαμβάνονται ὑπόψιν καί οἱ ἐργαζόμενοι στούς ὁποίους ὀφείλεται ἡ αὔξηση καίς τήν ὁποίαν συμβάλλουν.


Γ. Τό Εὐρωπαϊκό Κοινωνικό μοντέλο.

Τό νέο λοιπόν εὐρωπαϊκό μοντέλο, τό ὁποῖο ἀπαραίτητα πρέπει νά ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τοῦ μετασχηματισμοῦ καί γιά τήν οἰκονομία ἀκόμη (§ 31) εἶναι ὁ «ἄνθρωπος», ὁ ὁποῖος, στό κοινωνικό του περίγυρο, προσωποποιεῖ συγχρόνως καί τόν «ἄλλον.

α. Ἡ ἔννοια καί τό περιεχόμενο τῆς «Κοινωνίας».

Ἡ θεώρηση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀτόμου, καί ἡ προστασία τῶν ἀτομικῶν του δικαιωμάτων, τά ὁποῖα μάλιστα προστατεύει μέ διακηρύξεις καί διεθνεῖς ἀποφάσεις, δέν μποροῦν νά ἐκφράσουν μία αὐτάρκεια καί νά ἀποτελέσουν συστατικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης, γιατί ἡ ἐσφαλμένη αὐτή θεώρηση ἐμφανίζει, ὅτι τό μόνο μέσο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ ἀνθρωπιστικά εἶναι νά περιχαρακωθεῖ ἀτομικιστικά. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ μοντέλου ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή καί μόνο, ἡ δέ ἐπικέντρωση τῶν ἐνδιαφερόντων μας, ὡς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα Ὀρθοδόξου, στή διακριτική καί ἐγγενῆ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στό πῶς δηλαδή μπορεῖ ἡ κοινωνία νά θέσει σέ προτεραιότητα τήν ἀνθρώπινη ἀνάπτυξη, στήν οἰκογένεια, στήν ἐκπαίδευση, στήν ἀπασχόληση καί στήν κοινωνική προστασία, στήν ποιότητα τῆς ἐργασιακῆς σχέσης καί στήν περιβαλλοντική μας συμπεριφορά, δέν εἶναι ἀρκετά, ἁπλᾶ ὡς ἐκδήλωση σεβασμοῦ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, σάν μία ἀτομικότητα μέ λογική φύση, ἀλλά κυρίως ἀπαιτεῖται μία παρότρυνση ὥστε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο νά θεωρήσει τόν «ἄλλο», ὄχι ὡς ἐχθρό ἀλλά ὡς «πλησίον» καί «ἀδελφό».Μέ τόν τρόπο αὐτό, τό νέο μοντέλο κοινωνίας, πού συνεπάγεται τήν παρουσία τοῦ «ἄλλου», παύει νά ἀποδέχεται τόν «ἄλλο» μόνο στό βαθμό πού δέν ἀπειλεῖ τή ζωή μας ἤ μόνο στό βαθμό πού μᾶς εἶναι χρήσιμος γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἀτομικῆς μας εὐτυχίας, ἐνῶ δέν τοῦ προκαλεῖ φόβο.

Ἡ ἐπιβεβαίωση λοιπόν τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς ἀνθρωπίνου προσώπου, στό νέο αὐτό κοινωνικό μοντέλο, δέν πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς ἀπόρριψης τοῦ «ἄλλου» ἀλλά μέ τήν ἀποδοχή τοῦ «ἄλλου».

β. Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ «ἄλλου».

Ἡ κατάφαση αὐτή στόν ἄλλο, μέσα ἀπό μία διαδικασία πού ἡ Στ.Λ τήν περιγράφει ἤ καλύτερα τήν ὁριοθετεῖ μέ τούς ὅρους «ἀνεκτικότητα», «συμπληρωματικότητα», «προσαρμοστικότητα», «ἐπικεντρικότητα», ὑποκρύπτει μέσα της δύο στοιχεῖα: τήν ἐλευθερία καί τήν κοινωνία, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τό περιεχόμενο τοῦ πολιτισμοῦ, ὡς τρόπου ζωῆς καί ὕπαρξης, τό σωστό ὅραμα αὐτῆς τῆς ἰσόρροπης κοινωνίας, τήν ἐλεύθερη κατάφαση στήν ἑτερότητα, ὅπου συνεπάγεται ὅτι ὁ «ἄλλος», ὁ διαφορετικός εἶναι ὅπως «ἐγώ», ἐπιτυγχάνεται ἡ κοινωνική συνοχή καί συγχρόνως ἡ ὑπέρβαση τοῦ κοινωνικοῦ παιχνιδιοῦ «ἐγώ καί ὁ ἄλλος». Τό δικαίωμα στήν ἑτερότητα ἀναγνωρίζει τόν ὑγιῆ ἀνταγωνισμό, χωρίς ἀποκλεισμούς ἤ ἀποκλειστικότητες, γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό μετακινεῖται ἡ ἀνισότητα πρός τήν διαφορετικότητα, χωρίς νά δημιουργεῖ φοβία γιά μετασχηματισμό ἤ ἀλλοίωση τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας, τότε ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἔχοντας τό σωστό ὅραμα μιᾶς ἰσόρροπης κοινωνίας, ἐξασφαλίζει μία ἀνάλογη προοπτική διαμόρφωσης τοῦ νέου κοινωνικοῦ μοντέλου.

Προηγούμενη σελίδα