Home   ECCLESIA

ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Θηβών και Λεβαδείας

 

 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ: 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2002

ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΡΑΦΑΗΛ

ENOΡΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ 

῾Ο Ναός τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Λεβαδείας. 

            Στήν θέση πού σήμερα εὑρίσκεται ὁ Ναός τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου ὑπῆρχε παλαιότερα, ἀπό τά φράγκικα χρόνια, δηλαδή ἀπό τόν 12ο αἰῶνα, ἄλλος μικρότερος Ναός. Αὐτό προκύπτει ἀπό πληροφορίες τοῦ ῎Αγγλου ἱστορικοῦ William Miller ὁ ὁποῖος ἀναφέρει, ὅτι᾿"σ᾿ ἐκεῖνα τά χρόνια ὑπῆρχαν ἐκκλησίες τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, τῆς Σάντα Μαρίας (Παναγίας) καί τοῦ ᾿Αρχάγγελου Μιχαήλ στήν Λιβαδειά, ἀλλά δέν βεβαιώνεται τό ἄν ἦταν καταλάνικης  κατασκευῆς" καί ὅτι ὁ Δούκας τῶν ᾿ΑθηνῶνΘηβῶν Βάρθερος Βριέννιος ὁ Γ' κληροδοτοῦσε, διά διαθήκης, στήν ᾿Εκκλησιά τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου 1150 χρυσές δραχμές.  

            Τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας οἱ κατακτητές " τήν ἐκκλησιά τοῦ ΑηΓιώργη μεταβάλανε σέ τζαμί τοῦ ᾿Ομέρ. Τό τζαμί αὐτό μέ τόν τεκέ, γίνανε ἀργότερα τά πολυτελέστερα σ᾿  ὁλόκληρη τήν Ρούμελη". ῾Ο Ναός μέ τήν μορφή πού ἔχει σήμερα πρέπει νά κτίσθηκε μετά τήν ἀπελευθέρωση, περί τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνος. Αὐτό προκύπτει καί ἀπό παλαιό στρῶμα  ἁγιογραφίας, πού εὑρέθη στόν Τροῦλλο, κατά τήν ἐπισκευή του τό 1997, ἀλλά δυστυχῶς δέν διασώθηκε, λόγῳ τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς του ἀπό τήν ὑγρασία. 

            ῾Ο Ναός, βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, δέν ἔχει θεμέλια καί εἶναι κτισμένος ἐπάνω σέ θράμμι, μέ πέτρες, ὅπως λένε, ἀπό τόν ἀρχαῖο ναό πού εὑρίσκεται στήν περιοχή τοῦ ἐξωκλησσίου τοῦ Προφήτου ᾿Ηλιού.

 

Β. Τά ξυλόγλυπτα τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ

῾Η ξυλογλυπτική τέχνη.  

          Οἱ ρίζες τῆς ξυλογλυπτικῆς στόν τόπο μας βυθίζονται βαθειά μέσα στήν ἱστορία καί φθάνουν ὡς τήν ἀρχαία μυθολογία. Τήν αὐγή τῆς νεοελληνικῆς ἐκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς μποροῦμε νά τήν προσδιορίσουμε στόν 16ο αἰῶνα. Κατά τήν Τουρκοκρατία  ἡ ἐκκλησιαστική ξυλογλυπτική εὑρίσκεται σέ μεγάλη ἀκμή. ᾿Ονομαστά κέντρα ἐκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς εἶναι τότε τό Μέτσοβο, τό Τούρνοβο, τό ῞Αγιον ῎Ορος καί ἡ Κρήτη. ῾Η ἐργασία γινόταν μέ δύο τρόπους. ῎Αλλοτε ἐπήγαινε στόν τόπο τῆς παραγγελίας ὁ πρωτομάστορας, συμφωνοῦσε μέ τούς ἐπιτρόπους γιά τό εἶδος τῆς δουλειᾶς καί τό ποσόν τῆς ἀμοιβῆς, σημείωνε τίς διαστάσεις, καί γύριζε στό χωριό του, ὅπου μέ τούς βοηθούς του σκάλιζε τό ἔργο. ῞Υστερα τά διάφορα σκαλισμένα τμήματα  μεταφέρονταν στόν τόπο τῆς παραγγελίας κι᾿ ἐκεῖ γινόταν ἡ συναρμολόγηση. Σέ ἄλλες περιπτώσεις ἡ κατασκευή τῶν ξυλόγλυπτων γινόταν ἐπί τόπου καί διαρκοῦσε  μῆνες ἤ χρόνια.  

Τό Τέμπλο. 

          Κατά τή Τουρκοκρατία ἐπικρατεῖ τό ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Τό ψηλό καί περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο ἀντιβαίνει στήν γενική τάση λιτότητας  πού ἐπικρατεῖ κατά τά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου οἱ ναοί γίνονται μικρότεροι καί μέ εὐτελέστερα ὑλικά.

Τό τέμπλο τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Λεβαδείας εἶναι κουφωτό ἤ σκαλιστό στόν ἀέρα, μέ ἔντονες ἀνάγλυφες παραστάσεις καί πυκνά περιστρεφόμενα φυτικά διακοσμητικά, τύπου μπαρόκ μέ ροκοκό στοιχεῖα. ( Θά πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ εἰσαγωγή, ἐκείνη τήν περίοδο, τῆς τεχνοτροπίας τοῦ μπαρόκ στόν χῶρο τοῦ ὀρθοδόξου ναοῦ δέν σημαίνει βέβαια δογματικό ἤ ἄλλο συμβιβασμό, ἀλλά ἁπλά καί μόνο συμμόρφωση στίς ἀπιτήσεις τοῦ κοινοῦ γούστου τῆς ἐποχῆς. ῾Ο ναός καί τό περιεχόμενό του ἦταν τότε ἡ πιό πλούσια ἔκφραση τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας). ᾿Ανάμεσα στό 1830-1835 ὁ μεγάλος καλλιτέχνης ξυλογλύπτης ᾿Αναστάσιος Μόσχος, ἀπό τό Μέτσοβο, σκαλίζει τό τέμπλο τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου στήν Λιβαδειά, ἐπάνω σέ ξύλο καρυδιᾶς. Τό ξύλο εἶναι σκληρό, σκουρόχρωμο, ἀντέχει στήν ὑγρασία, καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐπειδή ἡ πόλη τῆς Λιβαδειᾶς εἶναι ὑγρή.

  Μορφές ἀγγέλων, πού παιανίζουν καί χορεύουν, καί διακόνων, μέ θυμιατό στό ἕνα χέρι καί ἐκκλησιά στό ἄλλο, ὡς καί ἀετοί, συμπλέκονται μέσα στόν φυτικό διάκοσμο τῆς  ἀμπέλου, πού  συμβολίζει τόν δεσμό τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό,  σ᾿  ἕνα ἐπιβλητικό σύνολο. Στίς διαχωριστικές  κολόνες πού εὑρίσκονται στίς ποδιές τοῦ τέμπλου εἶναι σκαλισμένα στενόμακρα ἀνθοδοχεῖα μέ κλάδο λουλουδιῶν.῾Η κίνηση τῶν φυτικῶν διακοσμητικῶν θεμάτων δέν περιορίζεται πλέον σέ φορά παράλληλη πρός τήν ἐπιφάνεια τοῦ τέμπλου. ῾Η κίνηση τείνει καί πρός τά ἐμπρός, σ᾿  ἕναν πολυδύναμο συνδυασμό πού ἐπεκτείνει νοερά τό τέμπλο πρός τόν κυρίως ναό. Ξυλόγλυπτοι ἄγγελοι κρατοῦν ἐπάνω ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη στέμμα. Τό θέμα ἔρχεται ἀπό τό Βυζάντιο. Τό συναντᾶμε καί στήν ἁγιογραφία. Τό στέμμα εἶναι ἐδῶ σύμβολο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στό ἐπάνω μέρος τῶν εἰκόνων, μετά τά  φυτικά  διακοσμητικά, εὑρίσκεται  τό εἰκονοστάσι (Δωδεκάορτο), στό  ὁποῖο ὑπάρχουν  δέκα πέντε εἰκόνες, λαϊκῆς τέχνης, μέ θέματα ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού συντηρήθηκαν τό 1988. Στό ἐπάνω (τελευταῖο) μέρος τό τέμπλο κορυφώνεται διά Σταυροῦ. 

    Μέσα του ἁγιογραφεῖται ὁ ᾿Εσταυρωμένος, μέ τήν κάρα τοῦ ᾿Αδάμ στό κάτω μέρος, καί δίπλα του, στά ἑξαπτέρυγα, ἡ Παναγία καί ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος. Δεξιά καί ἀριστερά φυλάσσουν τόν ᾿Εσταυρωμένο στήν ἐπίστεψη τοῦ τέμπλου οἱ δράκοντες, τερατώδεις μορφές μέ φολιδωτό κορμί, τεράστιο κεφάλι καί ἀγκαθωτά φτερά. Τό 1988 ἔγιναν ἐργασίες καθαρισμοῦ καί στερώσεως τοῦ Τέμπλου καί ἀντικαταστάθηκε ἡ ἐσωτερικά ξύλινη ἐπένδυσή του. ᾿Επίσης διακοσμημένη μέ δράκοντες καί φυτικά διακοσμητικά εἶναι ἡ ῾Ωραία Πύλη. ῾Η πρώτη ἐπισκευή της ἔγινε τό 1946 ἀπό τόν τεχνίτη Δημήτριο Ζαχαρόπουλο ἀντί 400.000 δραχμῶν.  Τό 1999, κατά τήν διάρκεια τῆς συντηρήσεως τῶν βημοθύρων, ἀποκαλύφθηκε ἡ προϋπάρχουσα ἐπιχρύσωση. Τά βημόθυρα ἐπανῆλθαν στήν ἀρχική τους μορφή καί τά κενά τους ἁγιογραφήθηκαν με θαυμάσιες βυζαντινές ἁγιογραφίες ἀπό τόν Πάτμιο ῾Αγιογράφο ῾Ιερομόναχο Ρωμανό.

Οἱ εἰκόνες τοῦ Τέμπλου.  

          Οἱ ἕξ θαυμάσιες εἰκόνες τοῦ Τέμπλου (Χριστός ἔνθρονος, Παναγία ἔνθρονος, Πρόδρομος, ῞Αγιος Γεώργιος, ῞Οσιος Λουκᾶς῞Οσιος Σεραφείμ, ῞Αγία Παρασκευή), εἶναι ἁγιογραφημένες μέ στοιχεῖα ἀναγεννησιακῆς καί ρωσσικῆς τέχνης σέ φόντο χρυσό σκαλιστό (τσουκάνικο) μέ σμάλτο ἀπό τόν  ῾Αγιορείτη Μοναχό Χαράλαμπο, Νεασκητιώτη, κατά τό 19201921. Οἱ εἰκόνες  αὐτές ἔγιναν σέ ἀντικατάσταση τῶν παλαιῶν εἰκόνων τοῦ Τέμπλου, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στόν Ναό καί στό Πνευματικό Κέντρο,  καί ἁγιογραφήθηκαν τό ἔτος 1863 μέ πρότυπα τίς εἰκόνες  τοῦ Τέμπλου τοῦ ῾Αγίου Νικολάου Λεβαδείας ἀπό τόν Ν. Δημητριάδη Σταγειρίτη.

          Οἱ 6 θαυμάσιες ἀσημένιες κανδῆλες, πρό τῶν εἰκόνων,  καί τό μεγάλο κανδήλι, πρό τῆς ῾Ωραίας Πύλης, πού κρέμονται ἀπό ξυλόγλυπτες περιστερές πρό τῶν εἰκόνων καί τῆς ῾Ωραίας Πύλης, ἔγιναν ἀπό τόν τεχνίτη Μ. ᾿Αντωνίου, ἐξ ᾿Αθηνῶν, κατά τό 1869. ῾Ο καλλιτέχνης ἔχει χαράξει τήν πληροφορία ἐπάνω στίς κανδῆλες.  

῾Ο  ῎Αμβωνας.  

          Κατά τήν Τουρκοκρατία ἐπικρατοῦν οἱ ξυλόγλυπτοι ἄμβωνες. ῾Ο ἄμβωνας τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου ἔχει σχῆμα ἡμικυκλικό, πού πρός τά κάτω διαμορφώνεται σέ ἀνεστραμμένο μισό κῶνο. Στηρίζεται στόν δεύτερο κίονα τῆς βορεινῆς κιονοστοιχίας καί ἡ ἄνοδος σἀὐτόν γίνεται μέ στριφτή σκάλα.  Στήν ἐξωτερική ἐπιφάνεια τοῦ στηθαίου ὑπάρχει πλούσια φυτική ξυλόγλυπτη διακόσμηση, πού περιβάλλει τίς ὁλόσωμες ἁγιογραφίες τοῦ Χριστοῦ, τῶν Εὐαγγελιστῶν Μάρκου, ᾿Ιωάννου, καί Ματθαίου, καί τοῦ Πρωτομάρτυρος καί ᾿Αρχιδιακόνου Στεφάνου, πού συντηρήθηκαν τό 1989. Στό κέντρο τῆς παρυφῆς τοῦ στηθαίου προεξάρχει ὁλόγλυφη περιστερά μέ ἀνοιχτά φτερά, γιά νά στηρίζεται τό Εὐαγγέλιο, καί στίς δύο πλευρές, δεξιά καί ἀριστερά, ὑπάρχει ὁλόσωμη καί ὁλόγλυφη μορφή ᾿Αρχαγγέλου.  

Τό Δεσποτικό.  

          ῾Ο Δεσποτικός θρόνος στηρίζεται ἐπάνω σέ μαρμάρινη βάση. Σέ ὑψος περίπου 60 ἑκατοστῶν ἀπό τήν  βάση ὑπάρχει τό κάθισμα, πού ἀνασηκώνεται πρός τά πίσω, γιά νά καθήση ὁ ᾿Επίσκοπος. Τό κάθισμα στηρίζεται σέ δύο πλαγινά μονοκόμματα μάγουλα πού καταλήγουν σέ ὁλόγλυφα λιοντάρια, πού εἶναι σύβολα ἐξουσίας καί φύλακες. ᾿Ακριβῶς ἐπάνω ἀπό τήν κεφαλή τῶν ὁλόγλυφων λεόντων ξεκινᾶ ὁ διάκοσμος τῆς ἄκανθας, πού καταλήγει σέ ἀετούς.  Λίγο πιό πάνω ὑπάρχουν τά πιαστήρια γιά ν᾿  ἀκουμποῦν τά χέρια  πού κιἀὐτά καταλήγουν σέ κεφαλές λεόντων. Στήν πλάτη ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Μεγάλου ᾿Αρχιερέως Χριστοῦ, ἁγιογραφημένη, τό 1989, στήν ῾Ιερά Μονή Εὐαγγελιστρίας ῾Αλιάρτου, ἀπό τήν ἐνορίτισσα Μοναχή Θέκλα (Γαζῆ). Σέ ὕψος δυόμισυ περίπου μέτρων προβάλλει ὁ οὐρανός, μέ ξυλόγλυπτα ἀνθοδοχεῖα στίς γωνίες, πού καταλήγει σέ ἡμισφαιρικό θόλο, θαυμάσια διακοσμημένο μέ φυτικά στοιχεῖα, μέ σταυρό στήν κορυφή του. Στήν ἐξωτερική ἐπιφάνεια ὑπάρχει πλούσιος διάκοσμος μέ δράκοντες, ἄμπελο καί ἄκανθες. Καί ἐδῶ στό ἐμπρόσθιο μέρος ὑπάρχουν ξυλόγλυπτοι ἄγγελοι πού κρατοῦν στέμμα.  

Τό Προσκυνητάρι τῶν ῾Ιερῶν Λειψάνων.  

          Τό προσκυνητάρι, στό ὁποῖο φυλάσσονται μέ περισσή εὐλάβεια τά ἱερά Λείψανα τοῦ ῾Αγίου μας, καί αὐτό σκαλισμένο ἀπό τόν Μετσοβίτη καλλιτέχνη ᾿Αναστάσιο  Μόσχο, ἀνήκει στόν λεγόμενο μοναστηριακό τύπο μέ τετράγωνη διατομή τῆς βάσεώς του, πού σέ ὕψος ἑνός περίπου μέτρου τοποθετεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου. ᾿Επάνω ὑπάρχει στέγαστρο, ὁ οὐρανός, πού καταλήγει σέ κιβώριο μέ σταυρό στήν κορυφή του. Στίς 4 πλευρές τοῦ οὐρανοῦ ὑπάρχουν ξυλόγλυπτα ἀνθοδοχεῖα πού μέσα ἀπό τό στόμιό τους βγαίνουν δύο κυματιστοί κλάδοι μέ λουλούδια, πού συμπλέκονται. Οἱ ἐπιφάνειες εἶναι καταστόλιστες. ῎Αμπελος, ἀετοί, ἄγγελοι  μέ  τό στέμα, ἄκανθα. Στίς ποδιές του, στίς τρεῖς πλευρές, ὑπάρχουν  σκαλισμένα ἀνθοδοχεῖα  μέ κυματιστούς κλάδους καί λουλούδια,  πού ἀναπτύσσονται καί πρός τά πλάγια. Συντηρήθηκε τό 1999.

           

Γ. ῾Η ἁγιογράφηση.

    ῾Η  πιό παλαιά ἁγιογραφική παράσταση μέσα στόν Ναό εἶναι αὐτή τοῦ Νυμφίου στήν κόγχη τῆς ῾Ιερᾶς Προθέσεως, καί χρονολογεῖται περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, δηλαδή μεταξύ τῶν ἐτῶν 18501860. ῾Ο ἁγιογράφος εἰκονίζει, μέ στοιχεῖα δυτικά, ἀλλά ἐπιτυχημένα καί σεμνά, τόν Νυμφίο Χριστό. Στήν δεξιά πλευρά τῆς Προθέσεως ἀναγράφονται τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων ᾿Αρχιερέων ᾿Αγαθαγγέλου, ᾿Επισκόπου Λοκρίδος ( 18331851),  Παϊσίου, ᾿Επισκόπου Βοιωτίας (18201849),  καί  ᾿Αβραμίου, ᾿Επισκόπου Θηβῶν καί Λεβαδείας (18521858).  

          Τό 1980 ἁγιογραφήθηκε ἡ κόγχη τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος ( ἡ Πλατυτέρα καί  οἱ ῾Ιεράρχες Μέγας Βασίλειος, ῾Ιερός Χρυσόστομος, ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μέγας ᾿Αθανάσιος, ῞Αγιος ᾿Ιάκωβος ὁ ᾿Αδελφόθεος) ἀπό τόν ἀείμνηστο ἁγιογράφο ᾿Ιωάννη Κεντάκα. ῾Η ἁγιογράφηση τοῦ Ναοῦ συνεχίσθηκε τό 1988 ἀπό τόν ἁγιογράφο ᾿Ιωάννη Μπουρζοῦκο, ἐξ ᾿Αθηνῶν. Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐτελείωσε ἡ αί ἁγιογραφική  ζώνη μέ ῾Αγίους τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ βί ἁγιογραφική ζώνη μέ σκηνές ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ὁ  Παντοκράτωρ καί οἱ 4 Εὐαγγελιστές στόν τροῦλλο καί ἡ ᾿Ανάληψις. Τό ἔργο συνεχίζεται. ῾Η τεχνοτροπία τῆς ἁγιογραφήσεως εἶναι βυζαντινή μέ χαρακτηριστικά τῆς Κρητικῆς σχολῆς. Τό ἱερό ἔργο συνεχίζεται.  

       

Ε. ῾Ιερά λείψανα.

Φυλάσσονται, μέ εὐλάβεια, ὡς πολύτιμος θησαυρός τῆς πίστης, τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τά ὁποῖα μετεκομίσθησαν τό 1999 ἀπό τόν Ναό τοῦ Σάν Τζιόρτζιο Μαντζόρε τῆς Βενετίας στόν Ναό μας, καί τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιγνατίου τοῦ Θεοφόρου, τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος, τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Νέου.      

  

ΣΤ. Κέντρο Διακονίας καί ᾿Επικοινωνίας.

῾Η ἀνέγερσή του ξεκίνησε τό 1988. Τό ἔργο ἀγκάλιασαν ὅλοι οἱ ἐνορίτες καί γιά τήν ἀποπεράτωση τοῦ ἔργου  συνέβαλε τά μέγιστα ὁ μακαριστός ἐνορίτης μας Σπυρίδων Σωτήρχαινας, γι'αὐτό καί τό Κέντρο Διακονίας καί ᾿Επικοινωνίας εἶναι ἀφιερωμένο στήν μνήμη του καί λειτουργεῖ ὡς Ν.Π.Ι.Δ. Τά ἐγκαίνια ἔγιναν τό 1992.  

 

Ζ. Τά παρεκκλήσιά μας.

῞Αγιος ᾿Αθανάσιος.

          Βυζαντινό ἐξωκκλῆσι στήν περιοχή Πέρα Χωριό Λεβαδείας. Σύμφωνα μέ ἐπιγραφή, πού διασώζεται στόν Ναό, κτίσθηκε τή ΙΘ αἰώνα. Τό 1989 ἄρχισαν ἐργασίες στερεώσεώς του, λόγῳ μεγάλων ζημιῶν ἀπό τόν σεισμό τοῦ 1982. Τό 1990 ἁγιογραφήθηκαν, στήν κόγχη τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἡ Πλατυτέρα καί  τέσσερεις ῾Ιεράρχες, τοποθετήθηκε νέο τέμπλο καί 4 νέες εἰκόνες, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ ᾿Ιωάνου τοῦ Προδρόμου καί τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου τοῦ Μεγάλου, ἐξαίρετης βυζαντινῆς τέχνης, ἔργα τοῦ ἁγιογράφου Βυζαντίου.

῾Ο Ναός τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου πανηγυρίζει στίς 18 ᾿Ιανουαρίου, ἡμέρα τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου, στίς 2 Μαίου, ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου, καί στίς 9 Μαίου, ἑορτή τοῦ ῾Αγίου Χριστοφόρου. 

῞Αγιος Φανούριος.

Τό παρεκκλῆσι ἄρχισε νά κτίζεται μέ πέτρα περί τό 1930 καί ἀνήκει στό ρυθμό τῆς βασιλικῆς. ᾿Εγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας Πολύκαρπο. Τό Τέμπλο εἶναι ξυλόγλυπτο καί οἱ εἰκόνες εἶναι ἔργα τοῦ Λαζαρῆ. Τό 1998 ἄρχισε ἡ ἁγιογράφησή του. ῾Εορτάζει στίς 27 Αὐγούστου, ἑορτή τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος Φανουρίου τοῦ Νεοφανοῦς.  

   

Η. Οἱ ᾿Εφημέριοι τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ.  

᾿Αρχιμανδρίτης ᾿Αγαθάγγελος Κων. Χαραμαντίδης, 1988 μέχρι σήμερα.  

Πρωτοπρεσβύτερος ᾿Αδαμάντιος Γεωργ. Αὐγουστίδης.  

Πρεσβύτερος ᾿Αναστάσιος Γεωργ. Γιούλας.

   

Θ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

 ᾿Εμεῖς καί ἡ ἐνορία μας.

          




Μέσα στήν πατερική παράδοση δέν γίνεται καμμιά ταξική διάκριση κλήρου καί λαοῦ, ἀφοῦ ὅλα τά μέλη ἐπιτελοῦν τήν λειτουργία καί διακονία τους μέσα στό Σῶμα. Στό Σῶμα ὑπάρχουν χαρίσματα, λειτουργήματα, διακονίες γιά ὅλους. ῾Η ἐνορία καλεῖ σέ ἕνα  δυναμικό τρόπο ζωῆς καί δίνει τήν δυνατότητα  στά μέλη της νά ἐνεργοποιοῦνται καί νά κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τους  στόν σύγχρονο κόσμο. Τά ζωτικά προβλήματα πού μπαίνουν σχεδόν σέ ἡμερήσια διάταξη δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους. ῾Η νέα κοινωνική πραγματικότητα καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς ζητοῦν ἀπό τόν πιστό νά ἐκδηλώση τό ἐνδιαφέρον του καί τήν ἀγάπη του γιά τό ἐκκλησιαστικόἐνοριακό ἔργο μέ μιά πιό αἰσθητή παρουσία στήν σύγχρονη πραγματικότητα. ῾Ο λόγος τοῦ Κυρίου, <<οὐδέ καίουσι λύχνον  καί τιθέασιν αὐτόν ὑπό τόν μόδιον, ἀλλ᾿  ἐπί τήν λυχνίαν>>, θά πρέπει νά μᾶς βάλη σέ διαρκῆ ἀνησυχία. Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικήἐνοριακή πράξη εἶναι ζωή καί ἄσκηση πού ἀγκαλιάζει ὁλοκληρωτικά τούς ἀνθρώπους καί τούς κάνει ἱκανούς νά ὑπερβαίνουν τίς δυσκολίες καί τά προβλήματά τους. ῾Η ζωντανή μας παρουσία στόν χῶρο τῆς ἐνορίας, ἰδιαίτερα στούς σημερινούς κρίσιμους καιρούς, ἀποτελεῖ μιά λάμψη φωτός, πού γίνεται ἀφορμή  νά δοξάζεται ὁ Θεός.

          ῾Η ἐπιθυμία τῆς Τοπικῆς μας ᾿Εκκλησίας, καί κατ᾿  ἐπέκταση τῆς ἐνορίας, εἶναι νά βοηθήση καί νά δημιουργήση ἐκεῖνες τίς προϋποθέσεις, ὥστε ὅλοι μαζί νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι εἴμαστε ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι, ἐνεργά μέλη μιᾶς ζωντανῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Γιά τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς διαθέσεως διακρίνουμε τά ἑξῆς·  

 - τήν ἐνεργό συμμετοχή στήν μυστηριακή καί λατρευτική ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, γιατί ἡ ὀρθόδοξη ζωή πηγάζει μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία,

- τήν Κατήχηση,  μέ βάση τήν Παράδοση καί τήν διδασκαλία  πού μᾶς κληροδότησαν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες μας,

- τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ,

- τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀληθινῆς κοινωνικότητας τῆς ᾿Ορθοδοξίας,

- τήν ἀμοιβαία ἐνημέρωση καί συνεργασία,  

-  τήν ἀξιολόγηση τῆς σύγχρονης πραγματικότητας.  

       

῾Η ἐνοριακή διακονία.  



                   

 Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μας σ᾿  ᾿Εκεῖνον, πού ἀνέλαβε τήν διακονία τῆς καταλλαγῆς ξεκινᾶμε  κάθε νέα κατηχητική  χρονιά τό ἐνοριακό ἔργο. Σκοπός "οὐχ ἵνα ζῶμεν, ἀλλί ἵνα Θεῷ ζῶμεν" καί ἀγωνιζόμαστε ἥσυχα καί ταπεινά νά εἶναι ἡ  ἐνορία μας τόπος  ἔμπρακτης ἀγάπης, βέβαιης ἐλπίδας, ἀληθινῆς ἐλευθερίας, δικαιοσύνης, δυνάμεως καί συνεργασίας. ῾Η διακονία ὅλων καί τά κατά καιρούς ποιμαντικά προγράμματα ἀπό τό 1988 μέχρι σήμερα:

- Κατήχηση γιά παιδιά Δημοτικοῦ Σχολείου,  

- Νεανικές συνάξεις γιά παιδιά Γυμνασίου καί νέους Λυκείου,

- ῾Εσπερινά κηρύγματα,

- Συνάξεις τοῦ Συνδέσμου ᾿Αγάπης,  

- Σχολή Γονέων,  

- ῾Ομάδα θεολογικοῦ προβληματισμοῦ,  

- Συμβουλευτικός Σταθμός,  

- Τμήματα διδασκαλίας παραδοσιακῶν χορῶν,  

- Τμῆμα διαδασκαλίας γερμανικῆς γλώσσας,  

- Μουσικό ἐργαστήρι,  

- Συμπαράσταση στόν πάσχοντα ἀδελφό μας,

- Τράπεζα αἵματος,

- Μαθητικές καί φοιτητικές ὑποτροφίες,  

- Φοιτητικές συνάξεις,  

- Πολιτιστικές ἐκδηλώσεις, προσκυνηματικές ἐπισκέψεις καί ἐκδρομές,  

ὅλα ἔγιναν καί ἐπιτελοῦνται γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τούς ἀδελφούς μας.    

 

        

῾ Ο Σύνδεσμος ῾Αγάπης Γυναικῶν.  

          Τό ἔτος 1988 ἱδρύθηκε στήν ἐνορία μας, μέ τήν εὐλογία καί τήν προτροπή τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας, ὁ Σύνδεσμος ᾿Αγάπης, πού σήμερα ἀριθμεῖ περίπου 300 μέλη. Σκοπός τοῦ Συνδέσμου εἶναι νά δραστηριοποιηθοῦν οἱ γυναῖκες μέ βάση καί θεμέλιο τήν ἐκκλησιαστική πίστη καί ὅλες μαζί μέ πνεῦμα θυσίας νά προσφέρουν τήν διακονία τους στήν ᾿Εκκλησία, στόν Θεό καί  τόν ἄνθρωπο. ῾Η δημιουργία τοῦ Συνδέσμου δέν πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς ἁπλή κοινωνική δραστηριότητα, ἀλλά ἔργο Χριστοῦ. Σέ μιά ἀνοικτή ἐπιστολή πρός τούς ἐνορίτες, γιά τόν Σύνδεσμο ᾿Αγάπης Γυναικῶν, τό Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Συνδέσμου, ἔγραφε, μεταξύ ἄλλων, τά ἀκόλουθα·

" Μιά ἀντικειμενική διαπίστωση εἶναι ὅτι ἡ γυναικεία παρουσία  στόν  χῶρο τῆς ἐνορίας εἶναι  ἡ πιό ἔντονη τόσο στίς λατρευτικές συνάξεις ὅσο καί στίς γενικότερες ἐκκλησιαστικές δραστηριότητες. ῾Η εὐλογία τῆς μητρότητας, ἡ γυναικεία εὐαισθησία, τό θεῖο δῶρο τῆς ὑπομονῆς; ἴσως συνηγοροῦν σἀὐτό. ῎Ετσι ἡ γυναίκα γίνεται ἕνας συνδετικός κρίκος ἀνάμεσα στήν οἰκογένεια καί στήν ᾿Εκκλησία. Θά λέγαμε μάλιστα, ὅτι οἱ δομές καί οἱ ρωγμές τῆς σημερινῆς κοινωνίας ἐπιβάλλουν ὁ δεσμός αὐτός νά γίνη πιό ἰσχυρός.  Μιά συνειδητή συμμετοχή τῆς γυναίκας στήν ἐκκλησιαστική ζωή καταθέτει τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ στήν οἰκογένεια καί ἀντιστρόφως τά προβλήματα τῆς οἰκογένειας θεωροῦνται κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μέσα  ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα θεωροῦμε ὅλες τίς ἐνορίτισσες μέλη τοῦ Συνδέσμου καί τίς καλοῦμε νά ἐργασθοῦμε μαζί ὄχι ἁπλά σ᾿  ἕνα κοινωνικό ἔργο, ἀλλά σέ ἔργο ζωῆς. Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη πλέον τῆς ἐποχῆς μας νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό στεῖρες προκαταλήψεις καί νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ ἐνορία μας, ἡ ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, χωράει ὅλες τίε γυναῖκες, κάθε τάξης, ἡλικίας καί μόρφωσης...Καί σήμερα ἔχει πολλά νά δώση ἡ γυναίκα. ῾Η προσφορά αὐτή ἑστιάζεται σέ κάτι πολύ ἁπλό ἀλλά συγχρόνως πολύ μεγάλο· στό  τεράστιο ἀπόθεμα ἀγάπης πού κρύβει μέσα της. ᾿Αγάπη στερεωμένη στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀκτινοβολεῖ εὐεργετικά καί ἀδιάκριτα παντοῦ, χωρίς ὑπολογισμό καί ἰδιοτέλεια, μέ ζωηρό αἴσθημα καί ἀφωσιωμένη  φροντίδα γιά ὅ,τι εἶναι ζωντανό".   

 

Ι. Μαρτυρίες περί τῆς μετακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ ῾Αγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ, τοῦ Τροπαιοφόρου, ἀπό τήν πόλη τῆς Βενετίας τῆς ᾿Ιταλίας στήν πόλη τῆς Λιβαδειᾶς.  

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών & Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος μεταφέρει τα ιερά λείψανα του Αγίου Γεωργίου

῾Η οἰκουμενικότητα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν λειτουργική τέχνη, τήν τιμή πρός τόν ῞Αγιο λαῶν καί φυλῶν, ἀκόμα καί μή ὀρθοδόξων, τήν λαϊκή θρησκευτικότητα, μαρτυρεῖται περίτρανα ἀπό τήν γ' ᾿Ωδή τοῦ κανόνος του· "Γῆ πᾶσα καί βρότειος φυλή, οὐρανός τε συγχαίρει, στρατός ᾿Αγγέλων τε, ὁ πρωτοστράτηγος γάρ, Χριστοῦ νῦν Γεώργιος ἐκ γῆς, βαίνει πρός οὐράνια".

 Παρά τήν εὐρέως διαδεδομένη τιμή καί εὐλάβεια πρός τόν ῞Αγιο Γεώργιο, δέν ὑπάρχουν πολλές αὐθεντικές ἱστορικές πηγές γιά τό πρόσωπο καί τό μαρτύριο τοῦ ῾Αγίου. Πρώτη καί σπουδαιότερη πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀντλοῦμε πληροφορίες γιά τόν βίο, τό μαρτύριο καί τά θαύματα τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εἶναι τό ἱστορικό, τό ὁποῖο συνέταξε ὁ ὑπηρέτης τοῦ ῾Αγίου Πασικράτης, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε τά γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τοῦ ῾Αγίου. Λόγῳ ὅμως τῆς ἀπωλείας τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου, ἐκυκλοφόρησαν πολλές παραλλαγές. Πιστότερη μορφή πρός τό ἀρχικό κείμενο θεωρήθηκε ἡ καταγραφόμενη τόν 5ο αἰῶνα βιογραφία τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, πού ἀποδίδεται στόν Ζ. Γυνοξτ. Οἱ ὑπάρχουσες μεταγενέστερες συναξαριστικές διηγήσεις, στήν προσπάθειά τους νά ἀναπληρώσουν τό κενό, μέ στοιχεῖα, πολλές φορές, εἰλημμένα ἀπό ἄλλους βίους καί μαρτύρια, ὑπερβάλλουν. Πλήν, ὅμως, τό γεγονός τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ συναξαρίου ἤ τῶν συναξαρίων, δέν προσβάλλει καθόλου τόν ἱστορικό τους πυρῆνα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἑξῆς περίπου·  

 

         

 

  ῾Ο ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 280-285 μ. Χ., πιθανώτατα στήν περιοχή τῆς ᾿Αρμενίας, ἀπό τόν ῞Ελληνα Συγκλητικό, στρατηλάτη στό ἀξίωμα, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, Γερόντιο. ᾿Εκεῖ, σέ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὁ ῞Αγιος δέχθηκε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἔγινε μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο πατέρας τοῦ  ῾Αγίου, Γερόντιος, καταγόταν ἀπό πλούσια καί ἐπίσημη γενιά τῆς Καππαδοκίας. Σέ παλαιό χειρόγραφο ἀναφέρεται, ὅτι γεννήθηκε στήν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς ᾿Αρμενίας, ἀρχικά ἦταν εἰδωλολάτρης καί ἀργότερα ἔγινε χριστιανός. ῾Η σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία, ἦταν χριστιανή καί καταγόταν ἀπό τήν γνωστή Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, ἡ οἰκογένεια τοῦ ῾Αγίου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν σέ μικρή ἡλικία, μετοίκησε στήν Λύδδα, λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ πατρός του.  

          Σέ νεαρά ἡλικία ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στόν ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε γιά τήν τόλμη καί τόν ἡρωϊσμό του καί ἔλαβε τό ἀξίωμα τοῦ Τριβούνου. Λίγο ἀργότερα ὁ Διοκλητιανός τόν ἔκανε Δούκα (διοικητή) μέ τόν τίτλο τοῦ Κόμητος στό τάγμα τῶν ᾿Ανικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς· "πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετά ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿  ἐκλογήν προεβλήθη".           Στίς ἀρχές τοῦ 303 μ.Χ. ὁ ῞Αγιος συλλαμβάνεται καί ἀκολουθεῖ τό μαρτύριο. 

῾Η πίστη τοῦ  ῾Αγίου γίνεται ἀφορμή νά βαπτισθοῦν οἱ στρατιωτικοί ᾿Ανατόλιος καί Πρωτολέων, Βίκτωρ καί ᾿Ακίνδυνος, Ζωτικός καί Ζήνωνας, Χριστοφόρος καί  Σεβιριανός, Θεωνᾶς, Καισάριος καί ᾿Αντώνιος, τῶν ὁποίων τήν μνήμη 

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου

 

ἑορτάζει ἡ ᾿Εκκλησία  στίς 20 ᾿Απριλίου, καί ἡ βασίλισσα ᾿Αλεξάνδρα, σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, μαζί μέ τούς δούλους της ᾿Απολλώ,   ᾿Ισαάκιο  καί Κοδρᾶτο, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται στίς  21 ᾿Απριλίου.

῾Ο   ῞Αγιος ἐμαρτύρησε, "ἀπετμήθη τήν κεφαλήν", τήν Παρασκευή 23 ᾿Απριλίου τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατά δέ τόν ὑπολογισμό τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καί σύμφωνα μέ τό μακεδονικό ἡμερολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου, τοῦ Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οἱ Χριστιανοί  τό πάντιμο λείψανό του καί τό ἔθαψαν, μαζί μέ αὐτό τῆς ἁγίας μητρός του, ἡ ὁποία ἐμαρτύρησε τήν ἴδια ἤ τήν ἑπόμενη ἡμέρα. ῾Ο πιστός ὑπηρέτης τοῦ ῾Αγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τήν ἐπιθυμία τοῦ ῾Αγίου, παρέλαβε τό ἅγιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος, μαζί μἀὐτό τῆς μητέρας του, καί τά μετέφερε στήν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. ᾿Από ἐκεῖ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ πηγές, οἱ Σταυροφόροι πῆραν τά ἱερά λείψανα τῆς ῾Αγίας Πολυχρονίας καί τά μετέφεραν στήν Δύση.

 Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ ῾Αγίου  ἐμαρτύρησαν καί οἱ συνδέσμιοί του Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγῖνος καί ἄλλοι τέσσαρες μαζί. Τήν μνήμη τους τιμᾶ ἡ ᾿Εκκλησία στίς 24 ᾿Απριλίου.

Βλέπουμε, ὅτι μέ κέντρο τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ ῾Αγίου, δημιουργεῖται μέσα στόν λειτουργικό χρόνο τῆς ᾿Εκκλησίας, ἕνας ἑορτολογικός κύκλος, ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖται περισσότερο ἀπό τά Τυπικά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ξεκινᾶ στίς  20 ᾿Απριλίου καί τελειώνει στίς 24 τοῦ αὐτοῦ μηνός. ῾Ο ἑορτολογικός αὐτός κύκλος  δείχνει τήν περίοπτη θέση τοῦ Μάρτυρος στήν ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας.    

         

῾Ο Ναός τοῦ ῾Αγίου στήν πόλη τῆς Λύδδας.

Η πόλη τῆς Λύδδας ἀπέβη τό κέντρο τῆς τιμῆς πρός τόν Μάρτυρα, διότι ἐκεῖ, ἀρχικά, φυλασσόταν τό ἱερό λείψανό του. Γιἀὐτό καί στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ πόλη τῆς Λύδδας ἐπῆρε τό ὄνομα Γεωργιούπολις. Μέ αὐτό τό ὄνομα ἀναφέρεται στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους.   ῎Ετσι τήν ἀναφέρει καί ὁ χρονογράφος Γεώργιος ὁ Κύπριος.

῞Οταν ἡ ῾Αγία ῾Ελένη, ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπῆγε στούς ῾Αγίους Τόπους, ἐπισκέφθηκε τήν Λύδδα, γιά νά προσκυνήσει τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου, καί ἀπό μεγάλη εὐλάβεια καί ἀγάπη πρός τόν ῞Αγιο, ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ καί περικαλλῆ ναό. ῞Οταν ἐτελείωσε ὁ ναός ἀνεκομίσθη τό σεπτό λείψανο, τό ὁποῖο εὑρέθη ἀκέραιο καί ἄφθαρτο μέσα σέ μιά δυνατή καί ἄρρητη εὐωδία, καί κατετέθη  στήν ῾Αγία Τράπεζα, κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, στίς 3 Νοεμβρίου.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ ἄποψη τοῦ ἐπισκόπου Τύρου Γουλιέλμου, ὁ ὁποῖος λέγει, ὅτι ὁ ναός κτίσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιουστινιανό, ἀλλά ὁ ἱστορικός Προκόπιος, πού ἔγραψε περί τῶν κτισμάτων τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ, δέν ἀναφέρει τίποτε σχετικό. Τό πιθανώτερο πάντως εἶναι νά ἔχει κτισθεῖ ἀπό τήν ῾Αγία ῾Ελένη, ἀφοῦ ἡ ῾Αγία, ὅπως προαναφέραμε, ἐπισκέφθηκε τούς ῾Αγίους Τόπους καί στήν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχε ναός τοῦ ῾Αγίου ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.  

Η τιμή πρός τόν ῞Αγιο.  

  ῾Η τιμή τοῦ ῾Αγίου ἐπεξετάθη, ἐντός μικροῦ χρόνου, σέ ὅλη τήν  ᾿Ανατολή. ῎Ετσι στήν Συρία, ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα, ὑπῆρχαν ναοί ἀφιερωμένοι στή μνήμη του, ἐνῶ στήν Αἴγυπτο ὑπῆρχαν περί τούς 40 ναούς καί 3 Μονές στό ὄνομά του. Στίς λοιπές  ἀνατολικές περιοχές ἡ τιμή τοῦ ῾Αγίου εἶχε λάβει τεράστιες διαστάσεις ἀπό ἀρχαιοτάτους χρόνους. Στήν ἁγιοτόκο καί μαρτυρική Καππαδοκία εὑρίσκονται πολλοί ναοί ἀφιερωμένοι στόν ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά καί σέ ἄλλους ἁγίους, μέ ἐξαίρετες τοιχογραφίες τοῦ μαρτυρίου του, καθώς καί τῆς μητρός του ἁγίας Πολυχρονίας. Στήν Κωνσταντινούπολη δέ πολλοί καί ὀνομαστοί ναοί ἦταν ἀφιερωμένοι στόν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Γεώργιο.

          ῾Η τιμή πρός τόν ῞Αγιο Γεώργιο στήν περιοχή τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα  ἀπό τόν ῞Οσιο Θεόδωρο τόν Συκεώτη. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου, πού ἡ ᾿Εκκλησία μας τιμᾶ στίς 22 ᾿Απριλίου, ἑορταζόταν στήν Κωνσταντινούπολη μέ ἱερά σύναξη στόν Ναό τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου "ἐν τῷ Δευτέρῳ". Αὐτό ἀκριβῶς καταδεικνύει τήν σχέση μεταξύ τῶν δύο ῾Αγίων.  

῾Μαρτυρίες περί τῶν λειψάνων τοῦ ῾Αγίου.  

          ῾Η ἀγάπη καί ἡ εὐλάβεια τῶν Βυζαντινῶν πρός τόν ἅγιο, ἀλλά καί ἡ διάθεσή τους νά λαμπρύνουν τήν πρωτεύουσά τους, τήν Κωνσταντινούπολη, τούς ὁδηγεῖ στό νά μεταφέρουν τά λείψανα τοῦ ἁγίου στήν Πόλη καί στήν εὐρύτερη περιοχή.  

          ᾿Εκ τοῦ λειψάνου τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου μέρος τῆς κεφαλῆς καί τῆς χειρός καί ἕνα τῶν ὀδόντων ἐδώρησε στόν ῞Οσιο Θεόδωρο τόν Συκεώτη ὁ         ᾿Επίσκοπος τῶν Γερμίων στήν περιοχή τῆς Γαλατείας Αἰμιλιανός, ὁ ὁποῖος καί τά κατετέθεσε στήν ἰδία  Μονή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου.

          Μία παράδοση ἀναφέρει, ὅτι ἡ Τιμία Κάρα (τμῆμα αὐτῆς) τοῦ Μεγαλομάρτυρος  μετεκομίσθη στήν Ρώμη τόν 8ο αἰῶνα, κατά τά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας, ἀπό ῞Ελληνες Μοναχούς τῆς ᾿Ανατολῆς. Σήμερα εὑρίσκεται στόν παλαιό καί περίφημο ναό τοῦ  Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ρώμης.

          ᾿Από τόν ναό αὐτό ἐπῆραν ἕνα μεγάλο τμῆμα τό ἔτος 1600 καί τό ἐδώρησαν στόν καθεδρικό ναό τῆς Φερράρα, ῾ο ὁποῖος εἶναι ἀφιερωμένος στόν ῞Αγιο. Τό τμῆμα αὐτό τῆς Τιμίας Κάρας φυλάσσεται σέ μιά μεγάλη λειψανοθήκη, πού ἔχει τήν μορφή τοῦ ῾Αγίου. Στόν καθεδρικό ναό τῆς Φερράρα ὑπάρχει, ἐπίσης, καί ἕνα τμῆμα τῆς χειρός τοῦ  ῾Αγίου  Γεωργίου, τό  ὁποῖο  ἔφεραν ἀπό τήν  Λύδδα γύρω στό 1100.

          ῎Εχουμε, ἐπίσης, μαρτυρία, ὅτι μεταξύ τῶν ποικίλων καί πολυαρίθμων ἱερῶν λειψάνων τῆς περίφημης Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων, στήν Κωνσταντινούπολη, ἀνάμεσα στά ὁποῖα καί τά σύμβολα τοῦ θείου Πάθους, ὑπῆρχε καί ἡ Τιμία Κάρα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου.  

          ῾Η Μονή αὐτή, ἀφιερωμένη στόν ἅγιο Γεώργιο, ὑπῆρξε μία ἀπό τίς σπουδαιότερες τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τούς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Τήν ἵδρυσή της ὀφείλει στόν Κωνσταντῖνο Θ' τόν Μονομάχο (10421059). Στήν ἑορτή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, στίς 23 ᾿Απριλίου, τό Τυπικό προέβλεπε τήν προσέλευση τοῦ Αὐτοκράτορος καί τῆς Αὐλῆς στή Μονή τῶν Μαγγάνων.

          Μέ τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Σταυροφόρους, τό ἔτος 1204,  ἱερά κειμήλια καί ἱερά  λείψανα  ῾Αγίων μεταφέρονται ἀπό τούς Σταυροφόρους στή Δύση καί προσφέρονται σέ ναούς τῆς ᾿Ιταλίας καθώς καί ἄλλων εὐρωπαϊκῶν πόλεων. Μεταξύ τῶν ἱερῶν λειψάνων πού παίρνουν οἱ Σταυροφόροι εἶναι καί αὐτά τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἀπό τήν Μονή τῶν Μαγγάνων, ἀλλά ὄχι ἀμέσως. Μέ τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό 1204, ἀπό τούς Λατίνους, ἡ Μονή δέν περιῆλθε στά χέρια τους ἐκεῖνο τόν χρόνο, διότι εἶχε  ἀποσυρθῆ σἀὐτήν ὁ ᾿Ιωάννης Μεσαρίτης, γιά νά κατευθύνη τήν ἀνθενωτική κίνηση. Οἱ Λατῖνοι μοναχοί ἐγκατεστάθηκαν στή Μονή τό 1207.    

Τά ἱερά λείψανα στήν πόλη τῆς Λιβαδειᾶς.  

          Τήν πρώτη πληροφορία, γιά τόν τόπο στόν ὁποῖο εὑρίσκονται τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Σταυροφόρους, μᾶς τήν δίδει ὁ ἱστορικός Οὐΐλλιμα Μίλλερ, ὁ  ὁποῖος ἀναφέρει, ὅτι φυλάσσονταν στό Κάστρο τῆς Λειβαδιᾶς μέχρι τοῦ ἔτους 1393. ῾Ο ἱστορικός σημειώνει· " Τό Κάστρο μαζί μέ τό  ἐκκλησάκι τῆς ῾Αγίας Σοφίας εἶχε καί ἄλλη ξεχωριστή σημασία γιά τούς Καταλανούς. Φυλαγόταν ἐδῶ ἡ ἱερά Κάρα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, "κεφαλή, προστάτις καί μεσίτρια" τῶν βασιλιάδων τοῦ ᾿Αραγωνικοῦ Οἴκου.  "Νύχτα μέρα σιδερόφρακτοι βιγλάτορες κι ἀρματωμένοι μ᾿  ἀστραφτερές ἀσπίδες καί μακριά κοντάρια ἱππότες φύλαγαν, πίσω ἀπό τίς βαριές καστρόπορτες ἄγρυπνοι τό ἱερό κειμήλιο. Δύο ἀποστολές στά 1354 καί στά 1382 ἔστειλε ὁ ποιητής καί θαυμαστής τῶν ἑλληνικῶν ἀρχαιοτήτων βασιλιάς τῆς ᾿Αραγωνίας (῾Ισπανίας) Πέτρος ὁ Δ', γιά νά ἀποκτήσει τήν Τιμία Κάρα.῾Υποσχέθηκε ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ, πού εἶχε κάμει ὁ Πάπας στούς Καταλανούς, διέταξε ἀπαλλαγή ἀπό κάθε φόρο γιά δυό χρόνια στούς  ῞Ελληνες καί στούς ᾿Αλβανούς, ἀνεγνώρισε ἐπίσημα ὅλα τά προνόμια τῆς καταλανικῆς περιόδου, πού εἶχε ἡ Λιβαδειά, καί ἵδρυσε στό φρούριο Τάγμα ῾Ιπποτῶν, μέ ἄσπρο μανδύα καί κόκκινο μεγάλο σταυρό στήν πλάτη, ὕστερα  ἀπό πρόταση τοῦ ἐπισκόπου Σαλώνων, μά στάθηκε  ἀδύνατον νά πάρει τήν Τιμία Κάρα". ῾Ο ἴδιος, ὅπως σημειώνει ὁ   ῎Αγγελος Προκοπίου, ζητοῦσε ἀπό τόν Στρατηγό Ροκαβέρτη νά τοῦ φέρει στή Βαρκελώνη, ὅταν θά γύριζε ἀπό τήν ἐκστρατεία τῆς ῾Ελλάδος, τά ἱερά λείψανα. ᾿Αλλά ἡ διαταγή του ἐκείνη, πού προσδιορίζει χρονολογικά τήν 24η ᾿Ιουλίου 1381,  ἔμεινε ἀνεκτέλεστη. " Μετά τήν ἔξωση τῶν Καταλανῶν ἀπό τή Λειβαδιά, κατέληξε ἡ Κάρα τό 1393 στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου Παληοχώρας τῆς Αἴγινας καί ἀπό ἐκεῖ στά 1462, μέ διαταγή τῆς Βενετσιάνικης Συγκλήτου, στήν ἐκκλησία  τοῦ ἁγίου Γεωργίου Μαντζόρε τῆς Βενετίας".  

Τά ἱερά λείψανα στήν Αἴγινα.  

          Πράγματι, τό ἔτος 1393 , μετά τήν ἔξωση τῶν Καταλανῶν ἀπό τό Δουκᾶτο τῶν ᾿Αθηνῶν καί τήν ἐπί τῆς Αἰγίνης κυριαρχία τῶν Καοπένα, ῾τά ἱερά λείψανα μετεκομίσθησαν ἀπό τόν τελευταῖο Καταλάνο ἡγεμόνα τῆς Αἰγίνης καί ἐναπετέθησαν σέ κάποιον ἀπό τούς ναούς  τῆς Παληαχώρας.  

          "Τό γεγονός αὐτό", τῆς ὑπάρξεως δηλαδή τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἐγνώριζαν οἱ ἑκάστοτε βασιλεῖς τῆς ᾿Αραγωνίας, οἱ ὁποῖοι "δέν εἶχαν ἀποβάλει τήν ἐλπίδα νά γένωσι κύριοι τῆς πολυποθήτου κάρας". Μάλιστα, κατά μαρτυρία καί πάλι τοῦ  Νιμμες, ὁ ᾿Αλφόνσος ὁ Εί εἶχε ἀποστείλει πρέσβυ γιά νά παραλάβη αὐτά, ἀλλά μεγάλη τρικυμία ἐματαίωσε τήν πρόθεση αὐτοῦ, καί τό ἅγιο λείψανο ἀπεδόθη στήν ἐκκλησία τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου "ἐν τῇ ἐφ᾿  ὑψηλοῦ κειμένῃ πόλει, ἥτις οὖσα νῦν ἐγκαταλελειμμένη καλεῖται Παληαχώρα". ῾Η τρικυμία λοιπόν αὐτή, ἡ ὁποία θεωρήθηκε "ὡς θαῦμα τοῦ ἁγίου διά νά μήν καταλείπῃ τήν ῾Ελλάδα", συνετέλεσε στήν ματαίωση τῆς μετακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στήν ῾Ισπανία καί τήν παραμονή αὐτοῦ στόν ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου Παληαχώρας Αἰγίνης, "ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα ἀπέκειτο καί πρίν", ἀπό τοῦ ἔτους  δηλαδή 1393. 

᾿Εάν οἱ μαρτυρίες αὐτές δέν ἀρκοῦν γιά νά θεωρήσουμε τόν προαναφερόμενο ἱερό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὡς τόπο φυλάξεως καί τοποθετήσεως τὠν ἱερὠν λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου δεδομένου, ὅτι στήν Παληαχώρα ὑπάρχουν ἀκόμα δύο ὁμώνυμοι ναοί τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κάστρου καί τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ κειμένου πλησίον τοῦ ῾Αγίου Στεφάνου, ἄλλα ἐσωτερικά στοιχεῖα τοῦ ἴδιου ναοῦ, μᾶς βεβαιώνουν γιἀὐτό. ᾿Ενδεικτικώτερο εἶναι τό χάραγμα ἐπί τῆς δυτικῆς ἐσωτερικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, καί τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς· "Καθηγιάσθη μ᾿  ἁγιασμόν ὁ θεῖος ναός τῆς Παναγίας τῆς Μεσοσπορίτισσας. Τόν ξαναπήραμε ἀπό τούς Φράγκους οἱ Χριστιανοί ".  Τό σημαντικώτατο αὐτό χάραγμα, τό ὁποῖο εὔγλωττα μαρτυρεῖ τήν ὕπαρξη ἀρχικοῦ ναοῦ τιμώμενου στό ὄνομα τῆς Παναγίας τῆς Μεσοσπορίτισσας, ἡ κατά τήν ΚαταλανικήΦραγκική κυριαρχική περίοδο μετονομασία τοῦ ἰδίου ναοῦ στό ὄνομα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου καί ἡ ἐπαναφορά τοῦ ἀρχικοῦ ὀνόματος, ἔπειτα ἀπό καθαγιασμό "μ᾿  ἁγιασμόν", κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἀποτελοῦν ἱκανά στοιχεῖα, γιά νά στηρίξουμε τήν ὑπόθεση, ὅτι ἐντός τοῦ ναοῦ τούτου ἐναπετέθη ἡ Κάρα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου. Πρός τούτοις, ἀξιοσημείωτα εἶναι ἀφ᾿  ἑνός μέν τό προσωνύμιο τοῦ ναοῦ,  ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, πού ἡ παράδοση μετέφερε μέχρι τίς ἡμέρες μας, τό ὁποῖο ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στήν κατάληψή του ἀπό τούς Δυτικούς γιά τίς λειτουργικές τους ἀνάγκες καί ἰδιαιτέρως γιά τή φύλαξη τῆς Κάρας, ἀφ᾿  ἑτέρου δέ ἡ τιμή ὄχι μόνο στά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ἀλλά ἡ ἰδιαίτερη πρός τόν ῞Αγιο Γεώργιο ἀπονεμόμενη τιμή ὑπό τῶν Καταλανῶν, "ὡς στοιχεῖον συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς μέχρι σήμερον διασωθείσης μετονομασίας τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας εἰς ῞Αγιον Γεώργιον".  

          Τήν ὕπαρξη τῆς ἱερῶν λειψάνων στήν Παληαχώρα γνωρίζουμε καί ἀπό ἄλλες πηγές, ἰδαιτέρως ὅμως εἶναι διαφωτιστική ἡ μαρτυρία τοῦ Βυοξδεμνοξτι, ῾ο ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τήν νῆσο περί τό ἔτος 1410, τό ἑλληνικό κείμενο τῆς ὁποίας ἔχει ὡς ἑξῆς· "῞Υστερον καί πρός αὐτήν τήν Αἴγιναν νῆσον, ἐν ᾗ τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου κεφαλή προσκυνεῖται ἀπαντικρύ τῆς τῶν ᾿Αθηνῶν πόλεως, ἤλθομεν, ὅπου καί τό ἡμέτερον πλοιάριον προσώρμησεν, ἀσφαλείας τε χάριν καί ἡμετέρας ἀναψυχῆς, ἥν καί τέλος ἡμετέρων ἐποιησάμεθα πόνων".    

Τά ἱερά λείψανα στήν Βενετία.

          ῞Οταν τήν Καταλανική κυριαρχία ἐπί τῆς Αἰγίνης διαδέχθηκε ἡ ῾Ενετική, ἡ ῾Ενετική Σύγκλητος διέταξε τήν μεταφορά τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στή Βενετία. Πράγματι στίς 12 Νοεμβρίου  τοῦ ἔτους 1462, ὁ ὀνομαστός ῾Ενετός στρατηγός Βιττόρε Καπέλλο, κατόρθωσε μέ τέχνασμα νά πάρει τά ἱερά λείψανα καί νά τά ἐναποθέση στόν ναό  τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Μαντζόρε τῆς Βενετίας. Τήν φορά αὐτή, ὅπως χαρακτηριαστικά σχολιάζει ὁ Νιμμες, "πρός μεγάλην ἐκπληξιν τῶν ῾Ελλήνων, ὁ ἅγιος οὐδέν ἐποίησε θαῦμα, ὅπως ἐμποδίσῃ τήν ἱεροσυλίαν ἐκείνην".

          ᾿Επάνω στήν ἀπελπισία του καί σ᾿  ἕνα ξέσπασμα τῆς ἀπέλπιδος θλίψεως πού ἐπεκράτησε στό νησί, κάποιος ἄδηλος Αἰγινήτης ἐχάραξε στήν δυτική ἐσωτερική πλευρά τοῦ βορείου κλίτους τοῦ ὁμόρου ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Γιαννούλη · "6970 (1462) ἀποφράδος χρόνος". Τό μεγάλο καημό καί τήν πίκρα τῶν Αἰγινητῶν, συναισθήματα πού σαφῶς ἐκδηλώνει τό προαναφερόμενο χάραγμα, ἀντελήφθησαν βεβαίως οἱ ῾Ενετοί, ὅμως τ᾿ ἀνταλλάγματα πού προσέφεραν δέν ἐστεροῦντο δόλου καί ὑστεροβουλίας.

          "῾Η θλίψις τῶν Αἰγινητῶν διά τήν ἱεροσυλίαν ἐκείνην ἦτο μεγάλη", γράφει ὁ ᾿Α. Λιγνός, "καί ἡ ῾Ενετική Σύγκλητος, διά νά παραμυθήσῃ τούς Αἰγινήτας, ἐχορήγησεν εἰς ἕκαστον αὐτῶν, βεβαίως ὄχι εἰς πάντας ἀνεξαιρέτως, ἀνά ἑκατόν δουκάτα πρός ὀχύρωσιν τῆς νήσου, ἡ ὁποία μέ τούς ἀκαταπαύστους μεταξύ Τουρκίας καί ῾Ενετίας πολέμους ἦτο ὑπό διαρκῆ τουρκικήν ἀπειλήν. Δηλαδή ἡ πονηρά ῾Ενετία, ὑπό τό πρόσχημα παραμυθίας τῶν Αἰγινητῶν διά τήν στέρησιν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ἐφρόντιζεν ὑπέρ τῆς στερεώσεως ἐν Αἰγίνῃ τῆς κατοχῆς της".  

 

Συμπεράσματα.

῾Η πληροφορία τοῦ Μίλλερ, γιά τήν ὕπαρξη τμήματος ἐκ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου στήν πόλη τῆς Λιβαδειᾶς, εἶναι ἀληθής.      ῎Αλλωστε δέν εἶναι ὁ μόνος πού τό καταθέτει. Οἱ ἱστορικές πηγές τῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν περί  τοῦ γεγονότος.  

Θεωροῦμε, ὅτι  τό τμῆμα αὐτό τῆς Τιμίας Κάρας, τό ὁποῖο ἐφυλάσσετο στήν Λιβαδειά, ἦταν αὐτό τό ὁποῖο ὑπῆρχε στήν Μονή τῶν Μαγγάνων, τήν Κωνσταντινούπολη.

Τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πού ὑπῆρχαν στήν πόλη τῆς Λιβαδειᾶς, φυλάσσονται  σήμερα, ἐντός παλαιᾶς ξύλινης θήκης, στήν Μονή τοῦ Σάν Τζόρτζιο Ματζόρε τῆς Βενετίας, ἡ ὁποία ἀνήκει στούς Βενεδικτίνους Μοναχούς.

          ῞Ομως, τό πλέον οὐσιαστικό εἶναι, ὅτι ἡ πόλη τῆς Λιβαδειᾶς, μέσα στήν ἱστορική της πορεία, ἀξιώθηκε νά ἔχει καί νά φυλάσσει ἕναν πολύτιμο θησαυρό τῆς πίστεως, καύχημα τῆς ᾿Αρχαίας ᾿Εκκλησίας καί τῆς ρωμαίϊκης κληρονομιᾶς, τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου.  

          Τό 1997 ἡ Τοπική μας ᾿Εκκλησία, κατόπιν εὐλαβοῦς αἰτήσεως καί ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐνορίας τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Λεβαδείας, ὑπέβαλε στήν Δυτική ᾿Εκκλησία δικαία παράκληση περί ἐπιστροφῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου στήν Λιβαδειά, ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀποδεκτή.     ῎Ετσι τήν Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου 14 ᾿Απριλίου 1999, ἀντιπροσωπεία τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεώς μας, ὑπό τόν Πανοσιολογιώτατο ᾿Αρχιμανδρίτη πατέρα ᾿Αγαθάγγελο, παρέλαβε, σέ ἐπίσημη τελετή, ἀπό τόν ῾Ηγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Μαντζόρε τῆς Βενετίας Λουδοβῖκο ῎Ιντινι, τμῆμα τῶν ῾Ιερῶν Λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου.

          Τήν Δευτέρα 19  ᾿Απριλίου 1999, τά ῾Ιερά Λείψανα μετεκομίσθησαν στήν πόλη τῆς Λιβαδειᾶς καί ἐναπετέθησαν μέ εὐλάβεια στόν ῾Ιερό Ναό ῾Αγίου Γεωργίου Λιβαδειᾶς.