Home   ECCLESIA

ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ



Κεντρική σελίδα Μητροπόλεως

Αρχείο Ειδήσεων 2011

Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων

ΑΡΧΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ 2011

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ (03/10/2011)

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ

  
(Επιλέξτε φωτογραφία για να τη δείτε μεγαλύτερη)

Το πρωί της Δευτέρας 3 Οκτωβρίου 2011 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος τέλεσε την θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα, με τη ευκαιρία της εορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προστάτου των δικαστών και των νομικών. Ο Σεβασμιώτατος με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκπροσώπησε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και στην δοξολογία που τελέσθηκε στη συνέχεια, παρουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαϊωάννου, εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, της Προέδρου του Αρείου Πάγου και των προέδρων και λοιπών εκπροσώπων της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και άλλων συλλόγων που αντιπροσωπεύουν τον νομικό κόσμο. Στην δοξολογία συμμετείχαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, ο οποίος απηύθυνε μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όπως επίσης και ο Σεβ. Μητροπολίτης Άκκρας, κ. Γεώργιος ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Θεοδώρου.

Χαιρετισμό εκ μέρους των Δικαστικών Ενώσεων απήυθυνε ο Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Παναγιώτης Μπρακουμάτσος.

Κατά την Θεία Λειτουργία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος ομίλησε προς τους συμμετέχοντες ως εξής:

«Θεός εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα» (Πραξ. 17, 26-27). Ο Θεός δημιούργησε από έναν άνθρωπο όλα τα έθνη των ανθρώπων και τους εγκατέστησε πάνω σ’ όλη τη γη, και όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν και μέσα σε ποιά σύνορα θα κατοικούν. Θέλησε να ζητούν τον Κύριο και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας.

Αυτά τα λόγια του Κήρυκος των Εθνών, του «τρισμεγίστου φωστήρος», του ενδόξου Αποστόλου Παύλου άγγιξαν τον σήμερον εορταζόμενο άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Επίσκοπο και πολιούχο των Αθηνών και προστάτη του νομικού κόσμου. Έδωσαν απάντηση στους προβληματισμούς μιας καλλιεργημένης υπάρξεως, ενός αναζητητή της αληθείας, ο οποίος, καθώς είχε σπουδάσει την επιστήμη της νομικής, δεν έμεινε στην θεώρηση της κρίσεως της συμπεριφοράς των ανθρώπων με βάση το τι όριζε ο νόμος, αλλά ήθελε να ερευνήσει και να κατανοήσει ποιός ήταν Εκείνος που δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, ποιός ήταν Εκείνος ο οποίος έβαλε εντός της υπάρξεως την φωνή της συνειδήσεως, που ορίζει τι είναι δίκαιο και τι όχι και έδωσε στον άνθρωπο την προοπτική αυτό που θεωρεί ως δίκαιο να ζητεί την εφαρμογή του όχι μόνο στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και στο επίπεδο της πόλεως για τους αρχαίους, στο κράτος για τους μεταγενεστέρους και σε πανανθρώπινη προοπτική για το σήμερα.

Ο άγιος Διονύσιος ελκύσθηκε από τον λόγο του Παύλου γιατί ο κορυφαίος των Αποστόλων, χωρίς να υπεισέλθει σε εξειδικευμένα θέματα, έδωσε το έρεισμα, πάνω στο οποίο εάν στηριχθεί ο καθένας, μπορεί να ερμηνεύσει την ζωή και να ωθηθεί στο να ακολουθήσει μία πορεία που μεταμορφώνει τον άνθρωπο τόσο εντός της υπάρξεως, όσο και στις διαπροσωπικές-κοινωνικές του σχέσεις, αλλά και στην οικουμένη σύμπασα. Το έρεισμα αυτό συνίσταται πρώτον στην παραδοχή ότι καταγόμεθα εκ Θεού και μάλιστα «εξ ενός αίματος», δεύτερον ότι ο Θεός προνοεί για τον άνθρωπο δίδοντάς του χρόνο και τα συμπαρομαρτούντα της ζωής και, τρίτον, ότι καλούμαστε στη ζωή μας να αναζητούμε τον Κύριο, ψηλαφώντας τον στο σκοτάδι των διαφορετικών προτεραιοτήτων, στο σκοτάδι της αμαρτίας, στην πίεση του ατομοκεντρισμού, αν και δεν είναι μακριά από τον καθέναν μας.

Τι σημαίνουν αυτά για την ύπαρξη και τη ζωή μας;

Η παραδοχή ότι καταγόμεθα εκ Θεού υπενθυμίζει στον καθέναν μας ότι δεν υπάρχουν ανώτεροι η κατώτεροι άνθρωποι και λαοί, ότι, ακόμη και οι όποιες διαφορές υφίστανται, δεν καθιστούν έναν άνθρωπο η έναν λαό η έναν πολιτισμό ανώτερο η κατώτερο, αλλά διδάσκουν και απαιτούν τον σεβασμό «κατά πάντα και δια πάντα». Ο λόγος αυτός του Παύλου, ως συνέχεια του Ευαγγελίου του ιδρυτού της πίστεώς μας Κυρίου Ιησού Χριστού, ακούστηκε σε μία εποχή και σε μία κοινωνία όπου υπήρχε η υπερηφάνεια για τα επιτεύγματα του πολιτισμού, της ιστορίας και της παιδείας από την μία πλευρά, και από την άλλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία άφηνε εκτός της τιμής και της προόδου μεγάλες μάζες ανθρώπων, όπως τις γυναίκες, τα παιδιά, τους δούλους, τους μη ισχυρούς. Ο λόγος αυτός άγγιξε τον άγιο Διονύσιο διότι φώτισε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηριζόταν μία βασική αρχή του δικαίου: η ισότητα που γίνεται ισονομία. Η ισονομία δεν είναι μόνο επιλογή των ανθρώπων μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Έρχεται ως συνέπεια της πίστεως σε έναν Θεό δημιουργό όλου του κόσμου και του κάθε ανθρώπου, εξ ενός αίματος. Αν ο Τριαδικός Θεός χάρισε την ζωή αδιακρίτως «εις παν έθνος ανθρώπων», πως είναι δυνατόν για τους ίδιους τους ανθρώπους να διακρίνουν τους άλλους σε ανωτέρους και κατωτέρους, ισχυρούς και αδυνάμους, πλουσίους και φτωχούς και να μην αντιμετωπίζουν τους πάντας εξ ίσου;

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο η η απουσία της δίδει ερμηνεία στο γιατί ο άνθρωπος είναι δίκαιος η διαπράττει αδικίες. Αυτή η πίστη δεν μπορεί να είναι απλώς εξωτερική κατάσταση, να πηγάζει δηλαδή από μία ηθική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά έχει να κάνει με την οντολογική, την υπαρξιακή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος που πιστεύει στην πρόνοια του Θεού γι’ αυτόν, βιώνει εντός του την αγάπη του Θεού προς το πρόσωπό του και ανταποδίδει αυτή την αγάπη στον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Δεν αδικεί όχι γιατί νιώθει την πίεση των εξωτερικών φραγμών που είναι οι νόμοι, αλλά γιατί η εμπιστοσύνη σε έναν Θεό που αγαπά, κάνει τον άνθρωπο να μην θέλει να ζήσει άλλη κατάσταση ως επιλογή του, πλην της αγάπης. Και η αγάπη δεν επιτρέπει την αδικία. Αν όμως ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται το Θεό και βάζει ως κριτήριο της πορείας του τον εαυτό του, τότε και θα αδικήσει και δεν θα συγκρατηθεί στις όποιες δυσκολίες της ζωής, διότι θα θελήσει να επιβάλει αυτό που ο ίδιος κρίνει σωστό η την όποια εξουσία μπορεί να του δικαιολογήσει η ισχύς του. Γι’ αύτό και ο άγιος Διονύσιος, μέσα από τον λόγο του Παύλου, κατενόησε ότι ο αληθινός ορισμός της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στην τήρηση η την επιβολή των νόμων, αλλά προχωρά στην αγάπη για τον άνθρωπο. Αυτή κάνει τον καθέναν, επειδή πιστεύει στον Θεό, να μπορεί και να ανεχτεί ακόμη και την όποια αδικία, χωρίς να αφήσει την ψυχή του να κρατήσει κακία εις βάρος του αδικούντος. Κι αυτό διότι αισθάνεται την παραχώρηση του Θεού να λειτουργεί και σ’ αυτήν την περίπτωση, με σκοπό ο άνθρωπος να μπορέσει, ακόμη και θυσιαζόμενος, να ακολουθήσει το παράδειγμα του Αγαπώντος Θεού, ο οποίος ανέβηκε στο Σταυρό για τον κόσμο μας. Αυτή είναι και μία άλλη αρχή του δικαίου: η αγάπη.

Η αναζήτηση του Θεού τελικά δείχνει και τον βαθύτερο προσανατολισμό της ζωής μας. Υπάρχουμε όχι μόνο για τον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά για να συναντούμε τον Θεό. Και αυτή η συνάντηση συντελείται εντός της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία εμπεριέχεται η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία αναζητεί τον Θεό και αποδέχεται την «κατά πάντα και δια πάντα» ισότητα και την αγάπη. Η είσοδος του ανθρώπου στην Εκκλησία δεν έχει ως σκοπό απλώς την μεταθανάτια εξασφάλιση, αλλά την κοινωνία με τον Θεό μέσα από την πίστη και την ζωή που βιώνουμε εντός της. Και αυτή η κοινωνία γίνεται προσευχή για τον κάθε άνθρωπο. Γίνεται ελεημοσύνη, πνευματική και υλική. Γίνεται έξοδος από τον εαυτό μας και οικείωση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια. Κατά των τοιούτων ουκ έστι νόμος» (Γαλ. 5, 22-24). Κανένας νόμος δεν μπορεί να σταθεί εναντίον αυτών των χαρισμάτων, διότι αποτελούν σημείο της ελευθερίας, την οποία ο Χριστός και η Εκκλησία προτείνουν στους ανθρώπους. Κανείς νόμος δεν μπορεί να επιβάλει στους ανθρώπους να αγαπήσουν, να γίνουν χαρούμενοι, να ειρηνεύουν, να είναι συγχωρητικοί έναντι των άλλων, να έχουν καλοσύνη, να μην λειτουργούν με πονηρία, να πιστεύουν, να είναι πράοι και ήσυχοι στην καρδιά, να εγκρατεύονται ως προς την κακία. Και είναι η ελευθερία των χαρισμάτων πνευματική. Πηγάζει από τη σχέση με τον Χριστό, η οποία κάνει τον άνθρωπο να εκτείνει την καρδιά του προς όλο τον κόσμο. Ο άγιος Διονύσιος κατενόησε μέσα από τον λόγο του Παύλου ότι η ψηλάφηση του Θεού μέσα στο σκότος ενός κόσμου στον οποίο θριάμβευε η αμαρτία, η επιβολή της ισχύος, η διαφθορά, καθιστά τον άνθρωπο αληθινά ελεύθερο και ανοίγει τον δρόμο για κοινωνία αιωνιότητος. Αυτή η οδός αναδεικνύει και μία ακόμη αρχή του δικαίου: την στόχευση στην ελευθερία όχι μόνον εξωτερικώς, αλλά, κυρίως πνευματικώς. Το αδέσμευτον του ανθρώπου και η ακολούθηση των αρχών του τον καθιστούν ικανό στο να μην αδικεί και να μην υποκύπτει σε κάθε λογής πιέσεις και πειρασμούς.

Ζούμε σε έναν κόσμο κρίσεως, όχι μόνο οικονομικής, αλλά πρωτίστως πνευματικής. Υφιστάμεθα ως λαός συλλογικώς την αδικία να τιμωρούμεθα από μηχανισμούς και συστήματα τα οποία συγκαλλιέργησαν με την δική μας απόκλιση από τις πνευματικές αξίες, έναν τρόπο ζωής χωρίς ισότητα, χωρίς αγάπη, χωρίς ελευθερία. Εκτίουμε μία σταδιακώς επιβαλλόμενη ποινή στερήσεως των υλικών προνομίων μας, κυρίως όμως της εθνικής και συλλογικής αξιοπρεπείας μας, προκειμένου να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ανεξαρτήτως όμως των εξελίξεων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ο λόγος στην Πνύκα του Αποστόλου Παύλου, που συνεκίνησε τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, περιλαμβάνει μία προτροπή προς όλους μας: «ο Θεός τανύν παραγγέλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν» (Πραξ. 17, 30). Και μετάνοια δεν σημαίνει απλώς αναγνώριση σφαλμάτων η άποδοχή της εκτίσεως ποινής προς σωφρονισμόν. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή προσανατολισμού και ανάληψη εργασίας τόσο προσωπικής, όσο και συλλογικής, προς την απόκτηση του αισθήματος της ισότητος και την υπέρβαση της ανομίας κατά Θεόν και κατά άνθρωπον, απόκτηση ήθους αγάπης και εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού και απορρίψεως του αυτάρεσκου εγωκεντρισμού, και, τέλος, εκζήτηση της γνησίας ελευθερίας, η οποία θα μας προσφέρει αληθινή καρδιακή συνάντηση με τον Θεό και τον κόσμο εν Χριστώ και Εκκλησία.

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τόλμησε σε ένα περιβάλλον, το οποίο απάντησε στον Παύλο ειρωνικά και χλευαστικά «ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πραξ. 17, 32), να πιστέψει και να ακολουθήσει την οδό της Εκκλησίας. Ας αποτελέσει το παράδειγμά του για τον καθέναν μας αφορμή για προβληματισμό, ο οποίος θα βοηθήσει στο να επανεκτιμήσουμε την πορεία της αποστολής μας.

Είναι μεγάλη η χαρά μας για το ότι σήμερα τελέσαμε, σεπτή εντολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Προέδρου αυτής, Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, την Θεία Λειτουργία προς τιμήν του Αγίου και προσευχηθήκαμε για όλους εσάς, το έργο των οποίων αποτελεί καταφύγιο εμπιστοσύνης των ανθρώπων πάντοτε, αλλά και ιδιαιτέρως στους δυσκόλους καιρούς μας.

Χρόνια Πολλά και ευλογημένα!


Εκ του Γραφείου Τύπου
της Ιεράς Μητροπόλεως