Home   ECCLESIA

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ

 
Προηγούμενη Σελίδα


Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΧΡΗΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ
(Ομιλία π. Κων/νου Καραϊσαρίδη σε ημερίδα ιερέων για θέματα Ναρκωτικών, Βόλος, 27/11/2000)


1. Προκαταρκτικά

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που σήμερα, μετά το πρόσφατο Συνέδριο Λειτουργικής Ανανεώσεως, ξανάρχομαι στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού, προκειμένου, μαζί με τους εκλεκτούς συναδέλφους συνομιλητές, να μιλήσουμε και να συζητήσουμε πάνω στο θέμα των εξαρτησιογόνων ουσιών.

Όλοι όσοι βρισκόμαστε σ' αυτήν την ευλογημένη σύναξη έχουμε ένα βαθύ προβληματισμό, ένα ζωηρό ενδιαφέρον για το θέμα των Ναρκωτικών. Επί πλέον δε όλοι μας, με πρωτοστάτη το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ. 'Ιγνάτιο, έχουμε κάποια εμπειρία ενασχόλησης με το θέμα, γι' αυτό και ελπίζω ότι μετά τις εισηγήσεις των ομιλητών θα έχουμε μια μοναδική ευκαιρία ανταλλαγής σκέψεων, αντιμετάδοσης χρήσιμων εμπειριών.

Σήμερα πια δεν υπάρχει κανένας που να μη γνωρίζει κάτι πάνω στο θέμα, και, ακόμη, δεν υπάρχει τόπος που να έμεινε ανέγγιχτος από τη μάστιγα της εποχής μας. Δυστυχώς, στον τομέα των Ναρκωτικών η παγκοσμιοποίηση έχει πια ολοκληρωθεί. Η διαφορά μεταξύ ορισμένων τόπων και χωρών βρίσκεται στο βαθμό έκτασης του προβλήματος, καθώς και στην ποικιλία και αποτελεσματικότητα των μέσων καταπολέμησης της διάδοσης των ουσιών και της ελάφρυνσης των καταστροφικών συνεπειών τους.


2. Πρόβλημα υπαρκτό, δεδομένο.

Επομένως, στην εισήγησή μας δεν θα ξεκινήσουμε από την αιτιολόγηση της εμφάνισης του προβλήματος, αλλά θα το εκλάβουμε ως δεδομένο. 'Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να λεχθεί είναι ότι πρόκειται για πρόβλημα που οφείλει την ύπαρξή του σε πολλούς παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να είναι -όπως υποστηρίζεται σήμερα από αρκετούς - βιολογικοί, κοινωνικοί, οικογενειακοί, ψυχολογικοί, έκτακτα θλιβερά γεγονότα κ.τ.λ.

Όμως, όποιες και αν είναι οι αιτίες, όταν βρεθούμε ως ιερείς - εξομολόγοι απέναντι στο πρόβλημα, το ποιμαντικό μας ενδιαφέρον θα στραφεί αναγκαστικά και κατά κύριο λόγο προς δυο κατευθύνσεις, το χρήστη και τους γονείς του. Είναι αδύνατο να γίνει μια ολοκληρωμένη δουλειά χωρίς να ασχοληθούμε ταυτόχρονα, μαζί ή μεμονωμένα, και με τα δύο μέρη. Και τούτο γιατί είναι τέτοια η συναισθηματική συμμετοχή και το εναγώνιο ενδιαφέρον, ώστε να μη μπορείς να αφήσεις κατά μέρος καμμιά από τις δύο πλευρές. Η καλή πορεία της μιας πλευράς επηρεάζει την καλή πορεία της άλλης. Ενώ η κακή πορεία της μιας πλευράς επηρεάζει ανάλογα και την άλλη, υπάρχει μια έντονη συναισθηματική αλληλεγγύη, μια αλληλοπεριχώρηση συναισθημάτων.


3. Ποιός πλησιάζει τον ιερέα.

Αυτοί που πλησιάζουν τον ιερέα συνήθως είναι οι γονείς, είτε γιατί ήδη έχουν μια καλή πνευματική σχέση εμπιστοσύνης απέναντί του, είτε γιατί ψάχνουν εναγωνίως να βρουν από οπουδήποτε τη λύτρωση από τη συμφορά που τους χτύπησε, είτε γιατί αναζητούν συνειδητά ή ασυνείδητα - δεν έχει τόση σημασία - το θαύμα του Θεού ή τον εξορκισμό του κακού που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους και μάλιστα μπήκε μέσα και ταρακουνά συθέμελα το σπιτικό τους, τις οικογενειακές σχέσεις τους και, ακόμη, προσβάλλει βάναυσα το κοινωνικό γόητρο της οικογένειας.

'Εδώ θα πρέπει να ειπωθεί ότι στις μεσογειακές χώρες, επειδή οι χρήστες βρίσκονται μέσα στην οικογένεια, το πρόβλημα σίγουρα παίρνει οικογενειακές διαστάσεις. Ενώ στις βόρειες χώρες, επειδή οι χρήστες έχουν χαλαρότερους οικογενειακούς δεσμούς, το πρόβλημα έχει λιγότερο οικογενειακό και περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα. Η παρουσία του προβλήματος με οικογενειακές διαστάσεις είναι, τελικά, προτιμότερη, διότι η οικογένεια είναι ασφαλέστερο και ισχυρότερο πεδίο στήριξης για το χρήστη.

Ο χρήστης, πάντως, δεν είναι τόσο πρόθυμος να επισκεφθεί τον ιερέα με ειλικρίνεια και να ζητήσει τη βοήθειά του, και τούτο γιατί έχει συμφερότερη πρόσβαση, τον ψυχίατρο, αφού είναι πολύ πιθανόν να του συνταγογραφήσει "ηρεμιστικά χάπια" ή να του χορηγήσει κάποιο απαραίτητο ιατρικό πιστοποιητικό, προκειμένου να αντιμετωπίσει καλύτερα κάποιες αξιόποινες πράξεις, όπως κλοπές, εμπορία ναρκωτικών κ.ά.


4. Η βασική μας αρχική αντιμετώπιση.

Η συμπεριφορά μας απέναντι στο χρήστη θα είναι υποστηρικτική, γιατί έχει ανάγκη από την αποδοχή και τη στήριξή μας. Ίσως καλό είναι για μας να τον θεωρούμε ως έναν ασθενή. Όπως δεν αντιδικούμε ή δεν ενοχοποιούμε έναν ασθενή, έτσι δεν χρειάζεται να αντιδικούμε φανερά ή κρυφά - το συνηθέστερο - με το χρήστη. Αλλιώς, αυτός καταλαβαίνει ότι δεν τον αγαπάμε και δεν θα μας ανεχτεί για πολύ. Το ίδιο και με τους γονείς και το συγγενικό περιβάλλον. Στην αρχή θα πρέπει να δείξουμε τη λύπη και τη συμπαράστασή μας για το κακό που έγινε στη συγκεκριμένη οικογένεια. Στη συνέχεια, με διάκριση και σύνεση, θα προσπαθήσουμε να εμφανίσουμε τα νοσηρά σημεία της οικογενειακής σχέσης, τα οποία συνετέλεσαν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εμφάνιση του προβλήματος και, βέβαια, αυτό θα γίνει όχι διότι είμαστε υποχρεωμένοι να στήσουμε ένα πνευματικό δικαστήριο, να δικάσουμε ή να καταδικάσουμε κάποιους γονείς, αλλά για να προσπαθήσουμε, σε συνεργασία μαζί τους, να ανορθώσουμε την όποια κλονισμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα.


5. Παραπομπή σε κάποιο πρόγραμμα.

Πρέπει οπωσδήποτε μέσα στην αντιμετώπισή μας να υπάρχει η προσπάθεια να πείσουμε το χρήστη και τους γονείς του να παρακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, αποθεραπείας για το χρήστη και συμβουλευτικής για τους γονείς. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα Ναρκωτικά είναι ένα πρόβλημα που δεν σηκώνει ερασιτεχνισμούς. Είναι ένα πολύ προωθημένο ποιμαντικό πρόβλημα για την Εκκλησία και δεν είναι δυνατόν να το λύσει μόνος του ο πνευματικός. Είναι απαραίτητες οι ειδικές γνώσεις, η σχετική τεχνογνωσία και ακόμη είναι χρήσιμη η συνειδητοποίηση, ιδιαίτερα για τους γονείς, ότι υπάρχουν και άλλοι με το ίδιο πρόβλημα. Η συναναστροφή με άλλους ομοιοπαθείς γονείς θα βοηθήσει στην καλύτερη αποδοχή του προβλήματος και στην ηρεμότερη αντιμετώπισή του, παράλληλα με την πολύτιμη ενημέρωση από την εμπειρία των άλλων γονιών πάνω στο ίδιο πρόβλημα. Οπωσδήποτε βέβαια, όπως ο κάθε ναρκομανής είναι ειδική περίπτωση, το ίδιο και κάθε γονιός, κάθε οικογένεια είναι ειδική περίπτωση.


6. Πως αισθάνονται, πιο συγκεκριμένα, οι γονείς ενός χρήστη.

Το συναισθήματά τους είναι πολλά και μάλιστα αρνητικά. Εκφράζουν στον ιερέα έντονη απελπισία, απογοήτευση, ενοχές, μέχρι και φαινόμενα κατάθλιψης. Αυτά τα συναισθήματα βγαίνουν από την πεποίθηση που σιγά -σιγά εμπεδώνεται ότι δεν έκαναν μέχρι τώρα αυτό που έπρεπε σαν γονείς, το καθήκον τους, όπως λέμε, για να μην οδηγηθεί το παιδί τους στις ουσίες. Είναι τόσο έντονη η ενοχή τους, που αδυνατούν να δουν καθαρά τα πράγματα όπως έχουν και βρίσκουν ευθύνες για τον εαυτό τους και εκεί που δεν υπάρχουν.

Ο ιερέας απέναντι στους γονείς πρέπει να ενεργήσει σε τρία επίπεδα:

α) Θα πρέπει να στηρίξει τους ίδιους σε προσωπικό επίπεδο. Μπορεί κάποια φορά ο ένας να νιώθει αδύναμος και ο άλλος πιο δυνατός ψυχικά. Και οι δύο όμως έχουν ανάγκη βοήθειας, γιατί ο πρώτος νιώθει αδύναμος να βοηθήσει το παιδί του, ενώ ο άλλος, όντας "δυνατός" να μην μπορεί να προσεγγίσει με αγάπη και συγκαταβατικότητα το πρόβλημα του παιδιού του.

β) Πρέπει να αφιερώσει αρκετό χρόνο, αν βέβαια είναι σε θέση να το κάνει ο ίδιος, ή τουλάχιστον να παραπέμψει εκεί που πρέπει, ώστε οι γονείς να ενημερωθούν καλά πάνω στο πρόβλημα και, ιδιαίτερα, να καταλάβουν ότι οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, οι οποίοι συμβάλλουν ώστε να φτάσει ένας νέος άνθρωπος να χτυπήσει την πόρτα των Ναρκωτικών. Αυτή η γνώση, η συνειδητοποίηση θα τους βοηθήσει να νιώσουν ελαφρότερα και να συμμετάσχουν στη διαδικασία αποδέσμευσης από τις ουσίες στη συνέχεια.

γ) Στο τρίτο και σημαντικότερο επίπεδο, για το οποίο ήδη κάναμε λόγο, θα πρέπει οι γονείς να εγκαταλείψουν τους αυτοσχεδιασμούς και να πειστούν από τον ιερέα οι ίδιοι και να πείσουν και το παιδί τους για κάποιο πρόγραμμα.


7. Ο ιερέας απέναντι στο χρήστη.

Ο ιερέας θα πρέπει να καταλάβει ότι ο χρήστης είναι ένας ιδιάζων ασθενής. Έχει τις δικές του απόψεις και συνήθειες. Συνήθως τα παιδιά που πέφτουν στις ουσίες είναι κάπως ευαίσθητα, ανώριμα, έχουν ίσως βαθύτερα και ανεκδήλωτα ψυχολογικά προβλήματα, είναι απελπισμένα και αηδιασμένα για μερικά πράγματα της κοινωνίας, δεν αντέχουν τις διάφορες κοινωνικές, ψυχολογικές, οικογενειακές κ.ά. πιέσεις και καταφεύγουν, διαφεύγουν στη "λύση των ουσιών". Βέβαια, αντί για "λύτρωση" σιγά - σιγά δένονται και αυτοδεσμεύονται με τα θανάσιμα, πολλές φορές, δεσμά των εξαρτησιογόνων ουσιών. Ο ιερέας πρέπει να προσπαθήσει να πείσει το χρήστη να πάει σε κάποιο πρόγραμμα για το δικό του μεγαλύτερο καλό. Δεν θέλει να τον ξεφορτωρεί ως αναρμόδιος, αλλά στην παρούσα φάση έχει ανάγκη ο χρήστης από κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης. Ο ιερέας θα παραμείνει πάντα ένα οικείο και έμπιστο πρόσωπο, ιδιαίτερα χρήσιμο μετά το στάδιο της θεραπείας, στο στάδιο της αποκατάστασης, που είναι και ο τελικός στόχος οποιασδήποτε επιτυχούς προσπάθειας.


8. Ιερέας και στάδιο αποκατάστασης.

Σ' αυτό το στάδιο η παρουσία, η συμπαράσταση και η διδασκαλία του ιερέα είναι απαραίτητη, γιατί ο νέος που γλίτωσε από τα Ναρκωτικά έχει αν’αγκη από ένα όραμα ζωής, έχει ανάγκη να αποκαταστήσει τους υγιείς δεσμούς του με την οικογένειά του και την κοινωνία.

Εξάλλου ένας βασικός παράγοντας που τον οδήγησε στις ουσίες ήταν ότι αισθάνθηκε μόνος, αποξενωμένος από την κοινωνία, έχασε το πρόσωπο και τον προσανατολισμό του, απελπίστηκε παντελώς και προτίμησε τον "αργό θάνατο". Σ' αυτή τη φάση, ισως, ο ιερέας θα πρέπει να έχει και ο ίδιος ενοχές, να βάλει στον εαυτό του το ερώτημα: φρόντισα ειδικά γι' αυτό το παιδί να το ηρεμήσω, να το στηρίξω, να του δώσω ελπίδα και νόημα ζωής;


Για να ακριβολογούμε, τέλος, θα ήταν ακόμη καλύτερα ο ιερέας να έχει ολοκληρωμένο ενδιαφέρον για κάθε ενορίτη του και την έγνοια να τον παραλάβει από μικρό παιδάκι, ώστε η όλη πνευματική εργασία και προσφορά του να είναι, με τη χάρη του Θεού, ένα ιδιότυπο μακροχρόνιο "πρόγραμμα πρόληψης, θεραπείας, αποκατάστασης".

Προηγούμενη Σελίδα