Η Επικαιρότητα από Κινητό από κινητό |
ΑΡΧΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
ΣΥΝΕΔΡΙΑ


Ο Σωτήρας Χριστός στο επίκεντρο των φετινών Ιερατικών Συνάξεων της Ι.Μ. Δημητριάδος

22.10.2014     Ώρα ανάρτησης: 1:57:00Εκτύπωση

Η 1η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος για το νέο Ιεραποστολικό έτος πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας. Οι εφετικές Συνάξεις είναι αφιερωμένες στον Σωτήρα Χριστό και έχουν ως γενικό θέμα «Ιησούς Χριστός: χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας;».

Της Συνάξεως προηγήθηκε Θεία Λειτουργία στο πανηγυρίζον παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου και τρισάγιο στη μνήμη του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που τέλεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος. Μιλώντας για τον αείμνηστο προκάτοχό του ο κ. Ιγνάτιος, μεταξύ άλλων, σημείωσε: «Όλοι τον μνημονεύουμε και ξέρουμε πολύ καλά ότι διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη ζωή μας. Μακάρι να φανούμε αντάξιοι, να συνεχίζουμε το έργο του και κυρίως να κρατάμε μέσα στην ψυχή του λαού μας αυτά τα διδάγματα και μηνύματα που ο ίδιος με ένα μοναδικό τρόπο μπορούσε και έδινε σε αυτό το λαό, που τον μνημονεύει και τον αγαπάει πάντα…»

Ο Σεβασμιώτατος, ακολούθως, τέλεσε τον Αγιασμό και κήρυξε την έναρξη της Συνάξεως, που είχε ως θέμα «Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;». Στον Χαιρετισμό του ανέφερε ότι «ο θεσμός των Ιερατικών Συνάξεων, που διασώζει η Εκκλησία μας, ουσιαστικά υποδηλώνει τη συνοδικότητά της… Εφέτος θα ασχοληθούμε επισταμένως με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για να γνωρίσουμε Αυτόν τον οποίο διακονούμε, Αυτόν χάρη στον οποίο υπάρχουμε, Αυτόν το σώμα του οποίου συγκροτούμε σε κάθε Θεία Ευχαριστία, προσεγγίζοντας το μυστήριο και ξεφεύγοντας από αυτό που πολλές φορές εκφράζει απλώς μία θρησκεία…»

Πρώτος ομιλητής ήταν ο Καθηγητής Φιλοσοφίας και Συγγραφέας κ. Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η σωτηρία εν Χριστώ: ατομικό ή εκκλ/κό γεγονός;». Ο κ. Καθηγητής σημείωσε ότι «η πατρίδα μας υφίσταται ένα καταιγισμό κατήχησης (μάθημα θρησκευτικών, έντυπα, Ρ/Σ, τηλεοπτικές εκπομπές κ.λπ.), αλλά ο λαός μας παραμένει ανατριχιαστικά ακατήχητος, γεγονός που μας προβληματίζει σχετικά με το είδος της κατήχησης… Οι περισσότεροι αγνοούν ότι άλλο είναι η Εκκλησία και άλλο είναι η ιδεολογία. Η ιδεολογία είναι το σύνολο απόψεων, γνώσεων, εκτιμήσεων, προτάσεων, που αποβλέπουν στη βελτίωση της συλλογικής μας συνύπαρξης, στην οικονομική οργάνωση κ.λπ…. Έχουμε διαποτιστεί από τις ιδεολογίες ώστε ν΄ αντιμετωπίζουμε τον Χριστιανισμό ως ιδεολογία, ως σύνολο ατομικών πεποιθήσεων, ως βελτιωμένη κοινωνική συμπεριφορά». Κατά τον κ. Γιανναρά, «ακριβώς στη λογική αυτή αντιδρά ο όρος «σωτηρία», που είναι ο στόχος στον οποίο κατευθυνόμαστε. Ο όρος κατανοείται ως δυνατότητα να γλιτώσουμε από την απειλή της μετά θάνατον τιμωρίας. Στη συνείδηση της Εκκλησίας, όμως, «σωτηρία» σημαίνει γίνομαι ολόκληρος, φθάνω στην πληρότητα των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων…»

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Γιανναράς τόνισε πως «ό,τι είναι ατομικό δεν έχει θέση στην Εκκλησία. Π.χ. ο φαρισαίος θεωρούσε ότι δεν είχε ανάγκη από τον Θεό, το εγώ του αρκούσε. Ο τελώνης, από την άλλη, παραδόθηκε στην αγάπη του Θεού, γιατί είχε απογοητευτεί από το εγώ του. Η Εκκλησία μας καθοδηγεί στην αυτοπαράδοσή μας στη ζωή της, χωρίς το δικαίωμα της αξιομισθίας…»

Τελειώνοντας ο κ. Καθηγητής παρατήρησε ότι «η Εκκλησία είναι κοινωνία σχέσεων, κατά το Τριαδικό πρότυπο. Αυτό που προσδοκούμε ως αιώνια ζωή είναι η ελευθερία να υπάρχουμε επειδή το θέλουμε και επειδή αγαπούμε…»

Επόμενος ομιλητής ήταν ο κ. Παναγιώτης Υφαντής, Επίκουρος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος μίλησε με θέμα «Ιησούς, ο προαναγγελθείς από του προφήτες Μεσσίας και η δύναμη της προφητείας στη ζωή της Εκκλησίας».

Ο ομιλητής σημείωσε ότι «ο ζωντανός και ζωτικός διάλογος που ανοίγει ο Θεός με τον άνθρωπο διατρέχει, με το σχεσιακό βάθος του, ολόκληρη τη βιβλική παράδοση. Ωστόσο, αποτυπώνεται και συνάμα επιβεβαιώνεται κυρίως στον ιουδαιοχριστιανικό προφητισμό, για να κορυφωθεί στο γεγονός Χριστός, που συνιστά την πλέον ψηλαφητή ένωση μεταξύ ουρανού και γης, θεότητας και ανθρωπότητας, αιωνιότητας και χρονικότητας, ενδοκοσμικότητας και υπερβατικότητας…». Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «το περιεχόμενο των προφητειών που εκφωνούν ή συντάσσουν οι προφήτες της Π. Δ., ως άνθρωποι του Θεού, έχει ένα αρνητικό και ένα θετικό περιεχόμενο: αφενός την αμείλικτη κριτική της πνευματικής σύγχυσης και της απιστίας και την ανακουφιστική και αφετέρου την ελπιδοφόρα υπενθύμιση της Θείας αγάπης…».

Ο ομιλητής τόνισε το Χριστοκεντρικό πρίσμα μέσα από το οποίο η Εκκλησία προσεγγίζει και ερμηνεύει τις προφητείες της Π.Δ., γεγονός «που δείχνει και την ανάγκη των χριστιανών διανοουμένων και πιστών να συνδέσουν το «γεγονός Χριστός» με τις προφητείες που έθρεψαν πνευματικά στον Παλαιό Ισραήλ. Πράγμα που θεμελιώνεται στη βαθιά πίστη της Εκκλησίας πως ο Ιησούς αποτελεί τον ωριμότερο καρπό ή ακριβέστερα, την εμπράγματη κορύφωση του αργόσυρτου διαλόγου και της ιστορικής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Σε αυτή την Εκκλ/κή προοπτική, η προρρητική ικανότητα των προφητών έχει ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο στόχο: την αναγγελία της έλευσης του Μεσσία, ο οποίος θα εκπληρώσει τις Θείες υποσχέσεις και βέβαια θα ενσαρκωθεί στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού».

Ο κ. Υφαντής αναφέρθηκε, στη συνέχεια, στην προφητική ιδιότητα του Χριστού, επισημαίνοντας ότι «σύμφωνα με τους συγγραφείς της Κ.Δ., ο Ιησούς είχε πλήρη επίγνωση της προγενέστερης προφητικής παράδοσης, που εκπλήρωνε και συμπλήρωνε με τη δική του παρουσία. Μάλιστα, ως γνήσιος φορέας αυτής της παράδοσης, δεν αρνήθηκε τον τίτλο του προφήτη… Δεν ήταν, όμως, ένας προφήτης μεταξύ των άλλων, αλλά ο έσχατος, ο εσχατολογικός Προφήτης, ο προαναγγελθείς Μεσσίας, την αναμονή του Οποίου κράτησαν ζωντανή και την οδό του προλείαναν όλοι οι άλλοι, με το κήρυγμα, τα κείμενα, τις δοκιμασίες και τις θυσίες τους»

Αναφερόμενος στην θέση της προφητείας στη ζωή της Εκκλησίας, ο ομιλητής παρατήρησε ότι «το προφητικό χάρισμα, ως Αγιοπνευματική δωρεά, αποτελεί ένα δομικό συστατικό της αρχέγονης Εκκλησίας και ταυτόχρονα, ένα αδιάψευστο τεκμήριο πως Αυτή, μετά την Ανάληψη του Θεανδρικού της ιδρυτή, πορεύεται υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος…». Και κατέληξε ως εξής: «Η προφητική ύπαρξη των μελών της εκκλ/κής κοινότητας παραμένει ζωντανή όταν τα μέλη δεν παρασύρονται από ψευδοπροφήτες και αντιστέκονται στους λογής πολιτικούς, ιδεολογικούς ή και θρησκευτικούς αυτόκλητους μεσσίες, που ανταγωνίζονται την απόλυτη αυθεντική μεσσιανικότητα του Θεανθρώπου. Τα μέλη της κοινότητας παραμένουν φορείς και εκφραστές της προφητικής παράδοσής του όταν δεν μετατρέπουν τη χριστιανική εσχατολογία σε τρομολαγνεία ή δημαγωγική σατανολογία, γιατί είναι βέβαιοι για την πατρική αγάπη του Θεού και για την απόλυτη κυριότητά Του. Η Εκκλησία και κάθε μέλος της συνεχίζουν τον Χριστιανικό προφητισμό, όταν απορρίπτουν οποιαδήποτε έννοια αποκλειστικότητας και πρόθυμα αναγνωρίζουν στον άλλο, τον οποιονδήποτε άλλο, ένα ζωντανό θεολογικό τόπο. Και ακόμη, όταν αρνούνται οποιαδήποτε αίσθηση αυτοδικαίωσης και όταν καταγγέλλουν τον θρησκευτικό νομικισμό, που μετατρέπει τις εντολές από μέσα θεραπείας και οδό απελευθέρωσης, σε αβάστακτο ζυγό. Εντέλει, το σώμα της Εκκλησίας παραμένει στην αποκαλυπτική επικράτεια της προφητείας, όταν φανερώνει, έργω, λόγω και διανοία την συγγένειά του με τον Πάσχοντα δούλο, τον Σταυρωμένο Μεσσία, ο οποίος αγόγγυστα διώχθηκε, συκοφαντήθηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε, αναδεικνύοντας το αποτρόπαιο μέσο μιας ταπεινωτικής εκτέλεσης, σε ψηλαφητό σύμβολο της έσχατης αγάπης, που νικά τον έσχατο εχθρό».

Ακολούθησε γόνιμος διάλογος και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ, Ιγνάτιο.


Εκ του Γραφείου Τύπου